Δευτέρα 28 Ιουλίου 2014

Το άγγιγμα της Terhi

                                                        Έψαξε. Τίποτα κάτω από τις λέξεις
                                                                                    Μανώλης Αναγνωστάκης
                                           
                                                                       Hold to the now, the here, through 
                                                                      which all future plunges to the past.

James Joyce

Η Terhi είχε φτάσει πρώτη στην αίθουσα, ήταν η μόνη που είχε έρθει πέρα από τους διοργανωτές της συνάντησης. Όταν μπήκα εγώ με κοίταξε με βλέμμα εξεταστικό και φιλικό ταυτόχρονα. Αφού με καλημέρισε με ρώτησε αν είχα πάει στην παμπ το προηγούμενο βράδυ. Της εξήγησα πως είχα περάσει γιατί μέχρι και την τελευταία στιγμή δεν μπορούσα να εντοπίσω την αίθουσα αυτού του δαιδαλώδους γοτθικού κτιρίου όπου θα γινόταν η συνάντηση. Συνεπώς προσπάθησα να εντοπίσω τους συμμετέχοντες για να τους ρωτήσω εκ του σύνεγγυς πού θα έπρεπε να βρίσκομαι αυτή την πρωινή ώρα. Δεν παρέμεινα, ωστόσο, γιατί ήμουν κατάκοπη από το ταξίδι και από τις ώρες που πέρασα διασχίζοντας με το σακίδιό μου το Δουβλίνο. Είχα πράγματι φτάσει γεμάτη δίψα για κείνους του δρόμους, καθώς τίποτα από τη σημερινή τουριστική τους εκμετάλλευση δε πτοούσε το φιλομαθές μου πνεύμα. Αντίθετα, κρατούσα τους Δουβλινέζους του Τζέημς Τζόυς, όπως την πρώτη φορά που διάβαζα τους ήρωες του να διασχίζουν τους ίδιους δρόμους που διέσχιζα τώρα κι εγώ, λες και μυστικά νήματα έδεναν αυτό το παρελθόν της πόλης με την ιστορία μου.  
Μου είπε πως και η ίδια δεν κοινωνικοποιήθηκε γιατί έφτασε πολύ αργά μέσα στην νύχτα. Έφτασε, ωστόσο, την ακριβή ώρα της συνάντησης σήμερα το πρωί, αλλά, όπως έδειχναν τα πράγματα, θα χρειαζόταν να περιμένει κι άλλο. Κατανοούσα απόλυτα την αγωνία της για την ασυνέπεια των συμμετεχόντων και σκέφτηκα να απαλύνω τη σιγανή ταραχή που με τον διακριτικό της τρόπο και με τις διευκρινιστικές ερωτήσεις για τις κινήσεις της υπόλοιπης ομάδας έδειχνε πως ένιωθε. Στην ελαφριά συζήτηση γνωριμίας που επέλεξα προκειμένου να αποσπάσω την προσοχή της από τον έλεγχο του χρόνου, παρατήρησα δύο στιγμές κατά τις οποίες το πρόσωπο της συνομιλήτριάς μου συσπάστηκε σε μια ένδειξη ενδιαφέροντος και συγκίνησης. Ήταν φαιδρό πως και για τις δύο αφορμές για τις οποίες το σώμα της μου έλεγε πιο πολλά από όσα μου επικοινωνούσε η ίδια με τη θέλησή της, ας πούμε για το απλό γεγονός πως προέρχομαι από την ελλάδα, πως είμαι ανθρωπολόγος, γι αυτές τις δύο πληροφορίες εγώ η ίδια, κάτω από άλλες συνθήκες δε θα έκανα κανένα λόγο. Και για την ίδια, παρόλα αυτά, οι ελάχιστες συσπάσεις της συγκίνησης που παρατήρησα, δεν ήταν απόρροια θαυμασμού ή ταύτισης, κάποιας ενθύμησης ενός εγώ που επιβεβαιώθηκε. Επρόκειτο ξεκάθαρα για αποτυπώσεις της μνήμης που καμιά φορά, διαπερνά σαν ηλεκτρικό ρεύμα το σώμα, όπως όταν περνάει κανείς το χέρι πάνω από μια παλιά πληγή και ριγεί, εκεί που κάποτε είχε πονέσει. Γιατί θα έλεγα πως η συγκίνηση της Terhi δεν εκδηλώθηκε δίχως κάποιο φόβο κι αυτή η πρόσμειξη των συναισθημάτων ήταν και σ’ εμένα τόσο οικεία, τόσο γνώριμη που αυθόρμητα μπήκα στη θέση της, ψάχνοντας, υποσυνείδητα προφανώς, σ’ εκείνη την «ξένη» πόλη ένα βίωμα να συναισθανθώ, να νιώσω, να γίνω άνθρωπος. Δε ρώτησα τίποτα, ωστόσο, εκείνη τη στιγμή πέρα από την ακαδημαϊκή της έρευνα που μ’ ενδιέφερε επίσης, καθώς η Terhi ασχολούνταν με τη μη-λεκτική επικοινωνία, ήταν εκπαιδεύτρια ταράνδων για ένα διάστημα που έζησε στα παγωμένα δάση μιας φινλανδικής επαρχίας. Τώρα μένει στην πόλη Ούλου, τη βορειότερη πόλη της Φινλανδίας που κατοικείται και τον Ιούλιο υποφέρει από την αφόρητη ζέστη του μικροκλίματος.
Η Terhi φαινόταν σαν να έχει άπειρες ιστορίες να πει. Κατά τη διάρκεια της συνάντησης συμμετείχε διαρκώς με κάποιες από αυτές, που όλες, παρατήρησα, αφορούσαν τον τρόπο, τους τρόπους, την ευαισθησία, την ευγένεια με τους οποίους όφειλε κανείς ή καμιά να προσεγγίζει τον άλλο. Και πάλι σκίρτησε μέσα μου ο αντίκτυπος όσων έλεγε, γιατί για μένα η προσέγγιση του άλλου και από τον άλλο είναι συναφής με τον προσέγγιση μιας πληγής, που ίσως χρειαστεί πριν την αγγίξεις να καθαρίσεις τη γύρω περιοχή, να την απολυμάνεις, να την φροντίσεις. Κάπως έτσι γίνεται σώμα η ψυχή, σκέφτηκα την ώρα που έλιωνε ό, τι ψυχρό είχα μέσα μου η ζεστασιά της Terhi. Θα έλεγες πως είχε μια ιστορία να πει για κάθε πρόταση που άρθρωνε ο καθένας μας, τόσο μεστή ζωή ζούσε καθώς αφηγούνταν πώς ψάρεψε ένα λούτσο πέντε κιλών το προηγούμενο βράδυ χωρίς δίχτυ, απλά κάνοντας το ψάρι να κουραστεί και να το φέρει προς το μέρος της στην ακτή, προσέχοντας, κατά τη διάρκεια αυτής της κουραστικής διαδικασίας, να μην σπάσει την πετονιά. Πώς μαγείρεψε το φιλέτο του με πατάτες στη φωτιά. Πώς πήγαινε στις συνεντεύξεις με καφέδες που συνήθως αγαπούν οι Φινλανδοί. Πώς έχει μάθει να μην ξέρει τίποτα. Φαντάστηκα τους ακαδημαϊκούς να αναρωτιούνται πώς προκύπτει τόση αμεσότητα, ποιες γραμμές να χαράξουν ανάμεσα σ’ αυτούς και τους άλλους, στην ακαδημία και τη ζωή, τη στιγμή που η Terhi απλά το έκανε, μιλούσε για τη ζωή, ζούσε για να λέει ιστορίες.
Όταν βγαίναμε από τις συναντήσεις, η Terhi δεν ακολουθούσε τις περιστάσεις κοινωνικοποίησης που στο πλαίσιο αυτών των προγραμμάτων ήταν ίσως πιο σημαντικές από τις ώρες της δουλειάς ή εξίσου σημαντικές με αυτές θα έλεγε κανείς. Αντίθετα αποσυρόταν σε κάποια δική της διευθέτηση του χρόνου. Εγώ δυσανασχετούσα γι’ αυτή της την επιλογή γιατί θα ήθελα πιο πολύ να τη συναναστραφώ. Και κυρίως γιατί θα ήθελα να αποκωδικοποιήσω το ενδιαφέρον που έστρεψε σε μένα και που δέσμευσε και το δικό μου ενδιαφέρον. Την τελευταία μέρα, λοιπόν, δώσαμε ραντεβού στην κεντρική πλατεία του Temple bar, μιας δουβλινέζικης συνοικίας, μετά από δική μου παράκληση. Εν μέσω σκόρπιων σκέψεων της είπα πως η μητέρα μου ζούσε για χρόνια στη σουηδία, αλλά εγώ δεν έμαθα ποτέ σουηδικά, αν και αγαπούσα τη σκανδιναβία για διάφορους αδιευκρίνιστους, υποσυνείδητους λόγους. Και η Terhi είχε ζήσει χρόνια στη στοκχόλμη, όπως μου είπε, οπότε ανταλλάξαμε εντυπώσεις από αυτή την πόλη την οποία είχα επισκεφτεί πολλές φορές, μα ποτέ για να ζήσω. Συζητήσαμε εκτενώς για την ομιλία και το σώμα, για την αίσθηση της αφής, για τις μεταφορικές και κυριολεκτικές σημασίες που διέπουν το άγγιγμα και τις οποίες ο βιολογικός αναγωγισμός συνέπτυξε σε μία και μόνη γλώσσα, αυτή της παρουσίας, δηλαδή της ζωής χωρίς συναίσθημα. Και μετά από αυτές τις συμφωνίες που η Terhi ζωντάνευε με αφηγήσεις από το αρκτικό κέντρο, τότε μου εκμυστηρεύτηκε πώς είχε ζήσει πέντε χρόνια με έναν έλληνα, πώς ήρθε στην ελλάδα για τον κώστα, πώς από τη στιγμή που είχε έρθει στην ελλάδα ο κώστας γινόταν σταδιακά ένας άλλος άνθρωπος και οι συμπεριφορές ελέγχου και εξουσιομανίας απωθούσαν την Terhi, χωρίς να είναι σε θέση να εξηγήσει πώς της είχε διαφύγει αυτή η δομή του αντρικού χαρακτήρα του, αν και ήταν νέα πολύ ακόμη και αυτός ήταν ένας λόγος για τον οποίο θα μπορούσε να δικαιολογηθεί και ξένη επίσης σ’ αυτό το ανοίκειο μέρος όπου κανένας δε θα τη βοηθούσε, κανένας δε θα την υπερασπιζόταν. Η Terhi αφηγούνταν πώς κατάφερε να φύγει πια από αυτή τη σχέση στην οποία είχε εμπλακεί με τρόπους που την απομάκρυναν από τον εαυτό της, πώς χρειάστηκε να καταστρώσει ένα ολόκληρο σχέδιο διαφυγής από τη χώρα, πώς τις τελευταίες στιγμές σε έναν από τους τσακωμούς, ο κώστας της έριξε καυτό λάδι στα χέρια κι η Terhi μου έδειξε τα σημάδια που θα είχε στο σώμα αν τώρα συνέβαινε αυτή η ιστορία, αν είχε πρόσφατα συμβεί κι εγώ έβλεπα τα σημάδια στην ψυχή και είπα ότι αυτή είναι η ιστορία όλων των ιστοριών της Terhi, η πηγή από την οποία αναβλύζουν νευρωμένες, με σφυγμό, με αίμα οι λέξεις της. Και της έδειξα τα δικά μου χέρια, τα σημάδια της μνήμης που διαθλούνταν στη θεσσαλονίκη και την αθήνα, τη στοκχόλμη, το δουβλίνο και το ούλου και γίνονταν σχεδιάσματα μιας γραφής αδέξιας ακόμα, μιας γραφής που λέει μια βιογραφία ασταθή, περιπλεγμένη, γεμάτη αδιέξοδα και σιωπές, που λέει πόσα χρόνια μου πήρε άλλα σημάδια να σβήσω, άλλα να ενώσω απλά και μόνο γι’ αυτή την αίσθηση, για να νιώσω το άγγιγμα της Terhi.









Τρίτη 15 Ιουλίου 2014

Σιωπές στο Δουβλίνο


-Και πώς γίνεται μια εκκλησία του 19ου αιώνα να έχει γίνει παμπ;

-Αν προσπαθήσεις να καταλάβεις τους Ιρλανδούς δε θα σε βγάλει πουθενά.

-Γιατί ήρθες στην Ιρλανδία; Ποια είναι η ιστορία σου;

-Δεν έχω ιστορία. Ήρθα εδώ για να βγάλω λεφτά. Έτσι απλά. Έλεγα ακόμα έναν χρόνο ακόμα έναν χρόνο ακόμα έναν και πέρασαν οχτώ. Τώρα δεν έχω πίσω πού να κοιτάξω. Όταν πηγαίνω στην Κατοβίτσε δεν την αναγνωρίζω. Δεν είναι η πόλη μου πια. Έτσι απλά. Δεν έχω πίσω να κοιτάξω και μπροστά δε θέλω να δω.

-Αν ήμουν πιο μικρή θα ήθελα να σε ρωτήσω για τον Κισλόφσκι. Αλλά αυτή τη στιγμή αν κάτι με συγκινεί είναι να βλέπω την Γκίνες στο ποτήρι μου που μου φαίνεται σαν τέχνη. Η ψυχή μου πάει ένα βήμα μπροστά, δυο βήματα πίσω. Κινείται σε σπείρες βασανιστικές. Όποτε απολαμβάνω τη στιγμή, το εγώ μου μ’ εκδικείται. Θα πρέπει να πιω πιο πολλές μπύρες. Για να ξεχάσω τα κομμάτια του εαυτού μου που υποφέρουν στις απαιτήσεις του παρόντος.

-Όταν ήμουν μικρός ήμουν πολύ ομιλητικός. Η γιαγιά μου ερχόταν στο σπίτι και με άκουγε να μιλάω στο δωμάτιο. Τίποτα δεν είναι, της έλεγε η μητέρα μου, μιλάει στα κουκλάκια του. Νομίζω πως μιλούσα διαρκώς για να μην ακούω τους ανεπαίσθητους ήχους που έβγαζε η μητέρα μου όταν έμενε μόνη της στο καθιστικό του σπιτιού, ξέπνοη από την υπομονή κι όσο συσσώρευε μέσα της τους κύκλους της αβίωτης επιθυμίας της. Το σπίτι γέμιζε σκοτάδι, ένα ανυπόφορο πηχτό μαύρο. Έκοβες με μαχαίρι τις σιωπές.

-Οι ιστορίες και των δυο μας είναι να μην τις έχουμε. Η σιωπή είναι η αγαπημένη μου έκφραση. Αγαπώ την βαθιά πνευματικότητά της, τις στιγμές που εσωτερικεύω τον άλλον. Η αγάπη ήταν για μένα πάντα μακριά. Με άλλα λόγια, επιζητώ διαρκώς να τη χάσω. Η ψυχή μου παρόλα αυτά δεν αδράνησε ποτέ, καμία εποχή δε διαδέχτηκε την άλλη χωρίς να έχω επιδιώξει εκείνη την πληρότητα που προκύπτει καθώς οι ενδιάμεσες εμπειρίες περιβάλλονται μια σαφή ιστορική υπόσταση. Έτσι, έφτασα κάποτε στις πηγές του σώματός μου. Θυμάμαι τότε να με αγγίζω και να νιώθω το χρόνο να διασχίζει τα συμβολικά όρια του εαυτού μου, να αδράχνει το δέρμα μου και να το φθείρει.

     Φτάσαμε στο κάμπους, του είχα εξηγήσει ότι το δωμάτιο όπου κοιμόμουν βρίσκεται μισή ώρα μακριά απ’ το Δουβλίνο. Μου είπε ότι τα τελευταία έξι χρόνια, δυο χρόνια δηλαδή αφότου ήρθε από την Πολωνία δουλεύει σαν οδηγός, οπότε δε θα ’ταν πρόβλημα να μετακινηθεί γι’ αυτή την ελάχιστη απόσταση. Αρκεί να μπορούσα να παραμείνω λίγο περισσότερο εκεί μαζί του, λίγο πιο πολύ από όσο θα μου επέτρεπαν τα μέσα συγκοινωνίας, όσο χρειαζόταν για να καλύψουμε με το αυτοκίνητο την απόσταση.

-Το δωμάτιό μου λέγεται Nantes Room. Ακούγεται σαν το δωμάτιο ενός νεκρού παπά, από αυτούς που φοιτούσαν στο κολλέγιο.

-Είναι πόλεις μεσαιωνικές. Δίπλα είναι η Salamanca. Πες ότι ταξιδεύουμε στο χρόνο, έχουμε ήδη διασχίσει σύνορα. Απομένουν τα όρια ανάμεσά μας. Έχεις ερωτευτεί ποτέ;

-Ναι.

-Πώς ένιωσες;

- Σαν μωρό που παίζει με μαχαίρια. Εσύ;

-Σαν μαχαίρι στην καρδιά ενός μωρού.

Θα σιωπήσουμε για λίγη ώρα. Για όση χρειάζεται, ώστε να λυπηθούμε τη λύπη μας.

-Αυτή είναι η σιωπή που έκοβε στο σπίτι της μάνας σου τα δικά σου πόδια. Είπαμε την σιωπή, αλλά τώρα πρέπει να φύγεις, είναι μία, το Πανεπιστήμιο κλείνει κι εγώ πρέπει να κοιμηθώ. Άλλωστε, λίγο ακόμα και θα φτιάξουμε μια ιστορία, από αυτές που δε θέλουμε να έχουμε. Θα τα ξαναπούμε ίσως. Αλλά μπορεί και όχι. Όχι, κατά πάσα πιθανότητα. Ίσως και να μην θέλουμε να τα ξαναπούμε.

Ίσως να μην έχουμε πίσω πού να κοιτάξουμε και μπροστά να μη θέλουμε να δούμε.


Πέμπτη 3 Ιουλίου 2014

Στα όρια της γλώσσας, στα όρια του σώματος


Τα τελευταία πέντε χρόνια βρέθηκα κοντά σε μια μειονοτική θέση με την οποία δε συνδεόμουν βιογραφικά, αν και οι πηγές της αναζήτησης βρίσκονταν βαθιά στην ψυχική δομή μου, άρα και στη θέση μου στο σύστημα της βιοπολιτικής. Η σχέση μου με αυτιστικούς ανθρώπους φώτισε δύο ερωτήματα που σχετίζονται με τα όρια ανάμεσα στον εαυτό και τον «άλλο», τα οποία θεώρησα εξαρχής αλληλένδετα αν και,  όπως προέκυψε στην έρευνα, τα βιώματα στα οποία αναφέρονται είναι αμοιβαίως αποκλειόμενα. Το πρώτο αφορά ένα θεωρητικό, αλλά και μεθοδολογικό ζήτημα που με απασχόλησε σχετικά με τους αυτιστικούς ανθρώπους, δεδομένου ότι οι περισσότεροι από τους συνομιλητές μου δεν ομιλούσαν. Το ερώτημα είναι το εξής: Πώς θα νιώσω στο σώμα μου τον πόνο ενός άλλου; Το δεύτερο αφορά την έννοια της επιτελεστικότητας ως διαδικασίας της υποκειμενοποίησης. Πού εδράζεται η σωματική και ψυχική υλοποίηση του ηγεμονικού λόγου;
Ο αυτισμός είναι μια σύνθετη έννοια και η επιστημονική του ιστορία ενσωματώνει προκαταλήψεις, προβολές και φαντασιώσεις των μη αυτιστικών, ή αλλιώς, των νευροτυπικών, όπως οι ίδιοι οι αυτιστικοί μας αποκαλούν. Ο ορισμός του αυτισμού που υιοθετώ αναφέρεται στη νευρολογική αποσύνδεση της γλώσσας από το σώμα κατά την οποία το σώμα αποσυνδέει τα εγκεφαλικά σήματα. Έτσι προκύπτει μια σημαντική διαφοροποίηση σε σχέση με τον τρόπο που οι αυτιστικοί προσλαμβάνουν με τις αισθήσεις τους τις πληροφορίες του περιβάλλοντος. Πολλοί αυτιστικοί σκέφτονται με εικόνες, για άλλους η αίσθηση με βάση την οποία προσανατολίζεται το σώμα και η σκέψη τους είναι η όσφρηση, πολλές φορές οι ήχοι που παρατείνονται προκαλούν πόνο, οι αισθήσεις του πόνου και της θερμοκρασίας στο δέρμα είναι απολύτως ιδιοσυγκρασιακές και με αυτήν την έννοια ένα χάδι μπορεί να είναι εφάμιλλο ενός χτυπήματος, ενώ ένα χειρουργείο ανώδυνο. Κάποιοι ακούν όλους τους ήχους ταυτόχρονα σαν μια αδιάκριτη μάζα θορύβου, άλλοι ακούν μόνο συγκεκριμένους ήχους, όσο μακριά στο χώρο κι αν εκπέμπονται αυτοί. Τα όρια του σώματος δεν είναι προσδιορισμένα, οι αισθήσεις τους είναι διεσπαρμένες στο χώρο, πολλοί χρειάζονται να βλέπουν τα μέλη τους για να βεβαιωθούν ότι τα έχουν, άλλοι να αγγίξουν για να μπορέσουν να δουν, πολλοί αυτοτραυματίζονται για να νιώσουν ότι έχουν σώμα. Ο χρόνος είναι χαοτικός. Όσο διαφορετικά κι αν είναι αυτά τα βιώματα, αυτό που συνέχει την αυτιστική εμπειρία είναι η πρόσληψη πληροφοριών που δε γενικεύονται σε εννοιολογικά σχήματα. Ακόμα και για τους αυτιστικούς που ομιλούν, η γλώσσα είναι απολύτως ιδιοσυγκρασιακή και υποκειμενική, σύμφυτη με τις αισθήσεις, τη μνήμη και το βίωμα.
Αυτό συμβαίνει και στους νευροτυπικούς, ωστόσο στη δική μας εμπειρία η δυνατότητα να εννοιολογούμε τα βιώματά μας προσανατολίζεται στις νόμιμες αναπαραστάσεις των κοινωνικών μυθοπλασιών. Ο λόγος, ως επί το πλείστον, ηγεμονεύει τη δυνατότητα αναστοχασμού μας. Η γλώσσα αποτελεί έναν βασικό μηχανισμό κοινωνικοποίησης που χειραγωγεί την κρίση και την προσοχή μας, ώστε να γίνουμε αποδεκτά μέλη της κοινότητάς μας. Ασυνείδητα εσωτερικεύουμε τις δομές και τους κανόνες αναπαραγωγής της ως ψυχικές αναγκαιότητες. Κι ενώ ομιλούμε εμπλεκόμενοι/ες σε κοινωνικές σχέσεις, στις χωροχρονικές διαστάσεις του δημόσιου βίου και των ανταγωνισμών του, η γλώσσα είναι και πάλι που συγκαλύπτει αυτές τις σωματικές και αισθητηριακές πηγές της. Μάλιστα, η δυνατότητα της γλώσσας να φετιχοποιεί, να μυστικοποιεί τις εξουσίες που αναπαράγουν τις κυρίαρχες σχέσεις είναι επενδυμένη λιβιδινικά, συναισθηματικά και αισθητηριακά. Κι αυτό γιατί κατά τη διαδικασία απόκτησης της γλώσσας απωθήσαμε στο ασυνείδητο την πρωτογενή μας ευαλωτότητα που προηγείται της διαμόρφωσης του σωματικού μας εγώ, το πρωτογενές τραύμα μιας παθητικότητας που προηγείται της διάκρισης ενεργητικού-παθητικού και της οποίας διάκρισης συνιστά προϋπόθεση. Το άγχος για την ανάδυση της αποκλεισμένης νηπιακότητάς μας που συνυπάρχει με τη γλώσσα, το άγχος για την απώλεια του γλωσσικά οριοθετημένου εαυτού μας, μετατίθεται στην επικύρωση του ηγεμονικού λόγου, στις δομές των ιεραρχικών σχέσεων. Προκειμένου να έρθουμε σε πραγματική επαφή με το τραύμα αυτού του υπαρξιακού χάσματος με τον άλλο, προκειμένου δηλαδή να έρθουμε σε πραγματική επαφή με τον άλλο και όχι με τον αντικατοπτρισμό των δικών μας αναπαραστάσεων, οφείλουμε να καταφερθούμε ενάντια στα γλωσσικά όρια της σωματικής μας εικόνας, που εξαρχής μας διαχώρισε. Κι αν η διαδικασία δρομολόγησης αυτής της προσπάθειας αίσθησης και ενσυναίσθησης συλλαμβάνεται διανοητικά, η συμφιλίωση είναι διανοητικά αγεφύρωτη, βιώνεται μόνο συναισθηματικά και μέσα από αυτή τη χειρονομία πένθους για το γλωσσικά διαμορφωμένο μας εγώ.
Αν η γλώσσα γεννιέται σ’ ένα περιβάλλον συναισθημάτων και αισθήσεων, τότε αυτά τα συναισθήματα ανακινούνται μέσα από βιώματα, από την κίνησή μας στον κόσμο. Με αυτή την έννοια, ακόμα κι αν η γλώσσα μάς δίνει τη δυνατότητα να αποφύγουμε τον σωματικό εαυτό, την ίδια στιγμή οριοθετείται από το ίδιο αυτό σώμα. Από το σώμα, όχι πια ως αντικείμενο των συσχετισμών δύναμης και των γλωσσικών αναπαραστάσεων που το έφεραν εξαρχής στο λόγο, αλλά ως υποκείμενο της εμπειρίας του που υφίσταται τις συνέπειες της κοινωνικής αμοιβαιότητας, ως περγαμηνή των εκτοπισμών του. Η γλώσσα των αυτιστικών απέχει από τη δυνατότητα της αυταπάτης που έχουν οι νευροτυπικοί να παίρνουν αποστάσεις από τον εαυτό. Αντίθετα, η «ιθαγενής» γλώσσα των αυτιστικών χαρακτηρίζεται από την δύσκολα βιώσιμη αυτή εγγύτητα με τον εαυτό και το συνακόλουθο άγχος και την οδύνη που προξενεί η αμεσότητα και εγγύτητα με τον άλλον. Για τους αυτιστικούς, επίπονη είναι η ίδια γλωσσική έκφραση, καθώς βιώνουν διαρκώς τα ίδια τα όρια μιας γλώσσας την οποία ποτέ δεν οικειοποιούνται απολύτως. Γι’ αυτό, κάποιες εκφορές είναι γι’ αυτούς λογικά ασύλληπτες και συναισθηματικά αβάσταχτες, όπως είναι οι προσωπικές αντωνυμίες, εκείνες δηλαδή οι εκφορές στις οποίες η γλώσσα δείχνει τον εαυτό της, δείχνει τα όριά της και τη σχέση της με το σώμα που ως τέτοιο εκτοπίζεται για να πάρει θέση στο λόγο.
Στο πεδίο επανερχόταν σαν αποκλεισμένη δυνατότητα για τους αυτιστικούς η μεταφορά, ως μια εκφορά που λέει τη γλώσσα και ταυτόχρονα βιώνει και δείχνει τα όριά της. Η μεταφορά, δηλαδή η γλώσσα ως έκφραση και δημιουργία, προκύπτει ασυνείδητα, καθώς βιώνουμε τον κόσμο και προσλαμβάνουμε τα ερεθίσματά του. Προκύπτει από την ανακίνηση του προγλωσσικού μας ασυνειδήτου, των πρώιμων κιναισθητικών εμπειριών μας, της νηπιακότητας που συνυπάρχει με τη γλώσσα. Είναι το εκστατικό αποτέλεσμα της αποτύπωσης του βιώματος και του ψυχισμού στη γλώσσα στην οποία εγγράφεται ως καινούριο νόημα.  Η ιδιαίτερη διαπλοκή γλώσσας και σώματος στον αυτισμό τροποποιεί τις συμβατικές χρήσεις της μεταφοράς και παίρνει διάφορες μορφές. Αν ισχύει, όπως υποστηρίζω, ότι οι αυτιστικοί ενοικούν στα όρια της γλώσσας, τότε όλη η γλώσσα είναι γι’ αυτούς μεταφορά. Για πολλούς αυτιστικούς η μεταφορά παίρνει τη μορφή της συναισθησίας, της πρόσμειξης αισθήσεων και αφηρημένη λογικής, κατά την οποία ακούν τις οσμές, βλέπουν και ακούν τους ήχους, συνδυάζουν αριθμούς με χρώματα. Πιστεύω, ωστόσο, πως οι περισσότεροι αυτιστικοί νιώθουν τη δημιουργική έκφανση της μεταφορικής γλώσσας, τη διατάραξη των οριοθετήσεων, την ανακίνηση του ασυνειδήτου στη συνειδητή ζωή μας και γι’ αυτό τους είναι επίπονη η μεταφορική διαδικασία. Οι δικές μας εκλάμψεις υπέρβασης του λόγου, όσο δεν γίνονται συνειδητές, από το λόγο αφομοιώνονται και πάλι. Παραχωρούμε στην εξουσία το δημιουργικό δυναμικό τους από το φόβο για το συναίσθημα της ευαλωτότητας που υπάρχει στην πηγή αυτής της δημιουργίας. Αν για τους αυτιστικούς είναι προφανώς αποκλεισμένη η μεταφορά είναι γιατί αυτό το συναίσθημα βιώνεται, ενώ από μας απωθείται και ο λόγος οικειοποιείται τις μεταφορές μας.  
Επανέρχομαι στα δύο ερωτήματα που τέθηκαν εξαρχής. Η δυνατότητά μας να νιώσουμε στο σώμα μας τον πόνο του άλλου και κατά συνέπεια να επικοινωνήσουμε με τους αυτιστικούς, είναι αμοιβαίως αποκλειόμενη με την επιτέλεση των κυρίαρχων νοημάτων που, μέσω της γλώσσας, διχάζουν τον εαυτό και τον άλλο σε δύο αντιμαχόμενες επί της ουσίας θέσεις. Σε αντιδιαστολή με αυτή τη στάση αναπαραγωγής του οικείου, η ενσυναίσθηση προϋποθέτει μια πράξη διακινδύνευσης, μια σύγκρουση: Τον θάνατο της φαντασιακής εικόνας για τον εαυτό, έτσι όπως προκύπτει από τη βιογραφική μας ιστορία. Προϋποθέτει το βίωμα του αποκλεισμού και της ξενότητας, της απόσχισης από την κοινότητα των ανθρώπων, έτσι όπως την ξέραμε μέχρι την στιγμή που ήρθαμε στο λόγο. Προϋποθέτει αυτή την απώλεια της οικειότητας και τη συμφιλίωση με τον πόνο της δικής μας μοναξιάς που ανακινείται στις συναντήσεις με τους άλλους. Αυτές είναι κάποιες από τις προϋποθέσεις για να βιώσουμε την απεραντοσύνη του νοήματος και την έκφραση, που δεν βρίσκεται από την πλευρά της εξουσίας, μόνο όταν δεν συγκαλύπτει την ευαλωτότητα από την οποία προκύπτει.
Στο ξεκίνημα της έρευνάς μου, οι αυτιστικοί προέκυπταν ως φαντασιακά παντοδύναμοι και καμιά φορά η απόσυρσή τους χαρακτηριζόταν εγωκεντρική. Αυτά υποδείκνυαν οι θέσεις των ανθρώπων γύρω τους και οι αξιακοί κώδικες με τους οποίους είναι συνυφασμένες οι θέσεις αυτές. Πριν από την ενασχόλησή μου με τα ασυνείδητα επίπεδα του εαυτού και τις σχετικές διεργασίες που περιέγραψα, είχα λίγες αντιστάσεις σε αυτές τις διαστρεβλώσεις που συγχέουν τον εαυτό με το εγώ. Οι διαμεσολαβήσεις ήταν πολλές και όχι πάντα εξωτερικές και ορατές. Όταν βρέθηκα στον ίδιο κόσμο με τους αυτιστικούς, στα προγλωσσικά επίπεδα του σώματος, δηλαδή της ψυχής, συνειδητοποίησα ότι αυτό που έχει σημασία για τους ίδιους είναι καταρχάς να επαναρυθμιστούν οι σχέσεις γύρω από αυτούς πριν από την οποιαδήποτε θεραπευτική παρέμβαση. Όχι για να έρθουν αυτοί στο επίκεντρο, αλλά για να αποκεντρωθούμε εμείς από τις σιγουριές μας. Οι αυτιστικοί θα μας ρωτούν διαρκώς πώς προκύπτουν τα αυτονόητά μας: πώς κουμπώνουμε ένα κουμπί, γιατί οι γυναίκες φορούν σκουλαρίκια, τι είναι είσαι, μέχρι πού πάει ο χρόνος; Και θα χρειαστεί να είμαστε σε θέση να διανύσουμε την απόσταση που χρειάζεται για να επικοινωνήσουμε μαζί τους: συγκεκριμένα από το προνόμιο της γλώσσας και του ανήκειν στην επαφή, την αμοιβαιότητα και τη συνδιαμόρφωση.