Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2011

Σπουδή θανάτου


Σταματήστε να σκοτώνετε τους νεκρούς.
Μη φωνάζετε πια. Μη φωνάζετε.
Εάν θέλετε να τους αφουγκράζεστε ακόμα.
Εάν ελπίζετε πως δε θα χαθούν.
 Τζουζέπε Ουνγκαρέττι


Αλλά τόσες μέρες εξακολουθεί να είναι συγκλονιστικός ο θάνατος του με το ανάξιο λόγου πένθος. Γιατί εμένα έτσι μου φάνηκε ο λόγος για έναν νεκρό από τα δακρυγόνα των μπάτσων. Που πάνω στο κορμί του γίνεται μια παρωχημένη πολιτική. Κάτι σαν σκύλευση για ακόμα μια φορά, αφού όπως και όποτε γίνεται λόγος για θάνατο στο δημόσιο χώρο εξυπηρετεί σκοπιμότητες και όχι επιθυμίες, ούτε ανάγκες. Μια θλιβερή γραφειοκρατία του θανάτου, που μετρά τη ζωή ανάποδα, από την ιδεολογία.
Όχι από τα απομεινάρια της, όπως θα έπρεπε.
Δεν μπορώ να σε πενθήσω γιατί ήσουν στις τάξεις του εχθρού. Και τους νεκρούς τους πενθούν οι δικοί τους. Αυτοί αποφασίζουν το πένθος. Γιατί έχει σημασία να ξέρεις πού βρίσκεσαι και ποια θέση παίρνεις. Γιατί έχει σημασία, για τους δικούς σου, με ποιον τρόπο πρόκειται να σε πενθήσουν. Γιατί σημαίνει τον τρόπο που ζήσανε όσο ζούσες μαζί τους και τον τρόπο που θα μπορέσουν να συνεχίσουν να ζουν μετά τον θάνατό σου. Να συνεχίσουν να ζουν ξέροντας ότι σε πένθησαν όσο σου άξιζε και όσο άξιζε και στους ίδιους που αξιώθηκαν να σε έχουν στις γραμμές τους.
Διαχωριστικές γραμμές υπάρχουν ευτυχώς. Γιατί οι επιλογές μας έχουν κόστος. Άλλες είναι σαφείς. Άλλες πιο θολές. Εμείς και το κράτος. Εμείς και η κυβέρνηση. Εμείς και η αλληλεγγύη σε ποιον. Εμείς και τα ΜΑΤ. Εμείς και τα ΚΝΑΤ. Εμείς και ένας μπάτσος στα κόκκινα. Εμείς γελάμε γιατί ο μπάτσος δεν είναι μπλε. Εμείς είμαστε τα σωστά αγόρια.
Η ‘αιώνια επιστροφή’ σημαίνει (αν έχω καταλάβει σωστά) ότι αν όλα άρχιζαν από την αρχή θα έκανες και πάλι τα ίδια. Ότι αναλαμβάνεις την ευθύνη για όσα έχασες, για όσα έδωσες, για όσα έλαβες, για όσα ρίσκαρες, για τις συνέπειές τους. Που κάθεσαι τις ζεις και τις στοχάζεσαι διαμορφώνοντας μια ζωή σύμφωνα με όσα σου έμαθαν τα βιώματά σου. Που μετατοπίζεις τον τρόπο της ύπαρξής σου κάτω από το βάρος αυτών που νιώθεις μέσα σου κάθε φορά που δίνεις χώρο και χρόνο σε μια επιλογή σου. Όχι ότι χτίζεις από εγωισμό στο μακάβριο χώρο των συμπτωμάτων. Η αιώνια επιστροφή σημαίνει ότι, παρόλο το κόστος, έχεις υπάρξει ο εαυτός σου. Δεν σε αναχαίτισε να διαφοροποιηθείς ο φόβος για αυτό που θα σήμαινε να ακούς τη φωνή σου. Αυτό είχε πάντα και θα έχει συνέπειες, όπως έχουν όλα έτσι κι αλλιώς. Η ζωή είναι γεμάτη διαχωριστικές γραμμές. Κι έτσι θα έπρεπε να είναι. Η ζωή είναι γεμάτη απώλειες. Γιατί έτσι είναι. Η πειθαρχία στο κόμμα, όπως και η αγκύλωση σε ταυτότητες, το φαντασιακό του ανήκειν που σε κάνει να συμμετέχεις σε κάτι για να δουν οι άλλοι ότι είσαι μέσα σε αυτό και να νιώσεις ότι υπάρχεις κοστίζει έναν ανάξιο θάνατο. Δηλαδή, μια ανάξια ζωή.
Αυτή η αμηχανία για έναν νεκρό που δεν έγινε αυτό που επιχείρησε μια χυδαία κομματική προπαγάνδα να γίνει, δείχνει τη συντριβή του πνεύματος, δείχνει το αδύνατον του πένθους, το πένθος που δεν είναι αδιανόητο, αλλά αποκλεισμένο, δείχνει το θρίαμβο του θανάτου. Μοιάζει να είναι ακόμα μια σκύλευση στο σώμα ενός νεκρού. Και χιλιάδες νεκροί από κάτω που δεν έχουν μάθει να πενθούν. Κι άμα δεν έχεις μάθει να πενθείς, αν δεν έχεις μάθει τι χάνεις εσύ, όταν χάνεται κάποιος δικός σου, τότε δεν έχεις μάθει να ζεις και δεν έχεις ζήσει. Είναι ο θάνατος που δε θα γίνει φίλος μου ποτέ. Είναι ο θάνατος που τρώει τη ζωή από άκρη σε άκρη.

Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2011

Πάγωσε η τσιμινιέρα

Αυτοί που φωνάζουν τους εργάτες είναι Σουηδοί. Έχουν πιο πολύ στυλ από τους άνδρες που γίνονται με τη δουλειά εδώ που τα λέμε.




Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2011

Όλα είναι μία συνήθεια

Όλα είναι μια συνήθεια.
Ο Πρίμο Λέβι έγραφε ότι το ποδόσφαιρο που παίζαν στα διαλείμματα οι φύλακες των στρατοπέδων συγκέντρωσης ήταν η χειρότερη φρίκη.
Λυπάμαι που όλα τα συνηθίζει ο άνθρωπος.
Λυπάμαι που θα ζήσω χωρίς τον καλύτερό μου φίλο. Λυπάμαι που η ζωή είναι μια απώλεια που απλά συνηθίζεται. Που σηκώνεσαι το πρωί για να πιεις καφέ, να βγάλεις το σκύλο, να διαβάσεις εφημερίδες, να αγχωθείς για τη δουλειά, για τις συνεντεύξεις. Η ζωή συνεχίζεται με τις ενοχές για τους γονείς που ξεχνάω διαρκώς να συλλογίζομαι, τη θλίψη για τη θεία που αρρωσταίνει όλο και πιο πολύ, τον παλιό φίλο που χάθηκε στο τέλος του καλοκαιριού, τον πόνο για μια απώλεια ανείπωτη ακόμα, πίσω από όλες τις γραμμές. Η ζωή συνεχίζεται με όλα τα άρρωστα παιδιά που γνώρισα, που δεν μπορώ να ξανασυναντήσω, με όλα τα άρρωστα παιδιά που δε θα άντεχα να φροντίσω για όλη μου τη ζωή. Η ζωή συνεχίζεται και δίπλα μου οι άνθρωποι μένουν χωρίς δουλειά, άλλοι δεν έχουν σπίτια κι έξω βρέχει. Και καμιά φορά, όσες πόρτες και να κλείσω, αρκεί μια σελίδα για να περιγραφεί η φρίκη, με κάθε λεπτομέρεια.
Να βγάλω το σκύλο βόλτα, να διαβάσω τις πρωινές εφημερίδες.
Περνούν οι ώρες και οι μέρες και όλη η ζωή.
Μέρες και νύχτες αγάπης και πολέμου.
Όπως μια πέτρα που ρίχνεις σε μια λίμνη, ταράζει για λίγο τα νερά και μετά ησυχάζουν και πάλι.
Θα συνηθίσω. Αλλά τώρα που το άγχος μου κοντεύει να με διαλύσει, θα νιώθω τουλάχιστον ζωντανή.
Ακόμα δεν έχω καταλάβει γιατί πρέπει να συνηθίσω.  Αυτό που έχω καταλάβει είναι ότι η συνήθεια είναι το χειρότερο πράγμα.