Παρασκευή 19 Ιουλίου 2013

Το βιολί και το νερό


Βιολί – νερό
Στάξε λίγες σταγόνες στα χείλη μου
Τα χείλη μου καίνε.

Τα  κομμάτια της εικόνας του στα χείλη μου
Καίνε
Γυμνή ζωή μες στην καρδιά μου.


Ο έρωτας δεν επιστρέφει ποτέ στο πρόσωπό μου.
Σφαγμένο ζωάκι.

Στάξε βιολί σαν νερό καίνε τα χείλη τα δάκρυα. 




Τετάρτη 17 Ιουλίου 2013

Από δω μέχρι όλα τα λιμάνια


Πώς άρχισαν όλα αυτά;

Όταν ήσουν μικρή είχες ένα βιβλίο μυθολογίας και όλο επαναλάμβανε αυτή τη φράση. Σαν το κοράκι του πόε, αλλά, όχι, εκείνο έλεγε την πιο θλιβερή έκφραση που έχεις ακούσει ποτέ, ποτέ ποτέ ποτέ πια.
Τώρα το προτιμάς. Καμιά φορά το προτιμάς.
Ποτέ πια.
 Να πονάς τόσο που να νιώθεις ζωντανή.
Πώς όμως άρχισαν όλα αυτά;
Η αθήνα σφυρίζει αδιάφορα, λες, σα να μην έχει περάσει ούτε μια μέρα από τότε που είχες πρωτοέρθει, σαν να μη σε ξέρει.
Σε παρακαλώ σε παρακαλώ.
Νιώθεις τόσο φόβο σα να μην έχεις φύγει ποτέ στη ζωή σου. Αν ήταν σάρκα η ζωή σου θα είχε γεμίσει σημάδια.
Εσύ που όταν τρόμαζες, χάραζες μια γραμμή από δω μέχρι όλα τα λιμάνια και κλείναν οι δρόμοι.
Ψάχνεις μία μία τις λέξεις σαν να μην άκουσες ποτέ καμία, ούτε εκείνη: 
α-γ-ά-π-η.
Α, την αγάπη λες.
Στο βυθό των καρδιών, των θαλασσών.
Θυμάσαι, όταν δούλευες στο θέατρο, έκοβες τα εισιτήρια, μέχρι να να κάνεις τους υπολογισμούς, έμπαινες στην παράσταση για να παρακολουθήσεις λίγο από το έργο του βιζυηνού, στο ίδιο πάντα σημείο: 
«Είναι φονιάδες των καρδιών, εμπαίχται της αγάπης».
Ράγισαν όλοι οι καθρέφτες.
Δεν είχε τίποτα στο τέλος του δρόμου.
Τίποτα;
Δεν είναι αλήθεια, επέστρεψες στα εξάρχεια.
Θέλω να πω, όσα φοβήθηκες μικρή έγιναν η αγάπη.
Κάποιες στιγμές τους, κάποιες γωνιές τους, κάποιες πληγές τους.
Τα απομεινάρια τους ήταν στο τέλος, η ζωή από την εξαίρετη θέα των λυπημένων.
Από πολύ ψηλά δηλαδή.
Τόσο ψηλά χωρίς να παθαίνεις ίλιγγο.                                                 
Ήρεμα, πολύ ήρεμα.


Σάββατο 13 Ιουλίου 2013

μικρά μικρά αγγίγματα


Τόσο καιρό αναζητώ μια ήπια πρόσβαση στα πιο αποσυρμένα σώματα, τα σχεδόν εξ ορισμού αποσυρμένα, με τις αισθήσεις τους οντολογικά κατακερματισμένες και προσπαθώ να μελετήσω πάνω στις αποτυπώσεις των αυτοτραυματισμών τους: τι είναι αυτό που δίνει συνοχή στην ταυτότητα; Τι είναι αυτό που εμπλέκει το σώμα σε σχέσεις με άλλα σώματα; Ποιο είναι το όριο, πώς εκτιμώνται ο χρόνος και ο χώρος του σώματος; Πώς βρίσκεις το μέτρο, τις ισορροπίες, τις αποστάσεις απ τον άλλον; Γνωρίζοντας πολύ καλά ότι όλες αυτές οι εγκεφαλικές αναζητήσεις είναι εν μέρει για να κατανοηθεί ο φόβος γι αυτήν την επαφή.


Τα σώματα μας ανήκουν και δε μας ανήκουν. Σίγουρα ανήκουν στις βιογραφίες μας, που όσο απλώνονται στο χρόνο τόσο μας διεκδικούν κι εμάς. Όταν κληθούμε να αναλογιστούμε το χρόνο που έχει περάσει, αυτός θα μιλάει σίγουρα για το σώμα που βιώθηκε ως τέτοιο, θα λέει ότι δονήθηκε από επιθυμίες και αισθήσεις, και από το κόστος αυτών. Πάντα, όλες οι ζωές έχουν κόστος, για κάθε πολιτισμό, για κάθε υποκείμενο στο τέλος πρέπει να υπάρχει μια ιστορία που να χρειάζεται να ειπωθεί. Μια ιστορία που να μη χωράει πουθενά αλλού, σε καμιά πιο μεγάλη ιστορία, αλλιώς θα είναι λίγη. Αλλά λίγες αφηγήσεις περιγράφουν τις ζωές των βιούμενων σωμάτων. Κι όμως για όποιες δεν μπορούσαν να επιλέξουν τους κοινωνικούς αυτοματισμούς, οι ιστορίες τους είναι γραμμένες και στα σώματά τους και στο πλεόνασμα της υποκειμενικότητάς τους. Που συνήθως είναι οδυνηρό, μια που η κοινωνική μνήμη δημιουργείται από το  τραύμα, από τη δοκιμασία των μη εγνωσμένων ορίων. Εκεί που πονάμε υπάρχει μια αλήθεια που δεν επικοινωνήθηκε ποτέ ξανά. Εκεί πρέπει να στρέψουμε εμφατικά την προσοχή και τη φαντασία, να συν- αφηγηθούμε, να συναισθανθούμε γιατί η γλώσσα του τραύματος είναι θρυμματισμένη. Ακούγεται μόνο σε συνθήκες ανθρώπινης αμοιβαιότητας. Και είναι η μόνη γλώσσα που αξίζει να έχουμε, αυτή που δεν επιστρέφει στην εξουσία, που είναι στραμμένη στη ζωή.