Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2012

Η αγάπη άργησε μια μέρα


Εμένα οι άνδρες οι αρρενωποί πολύ με τρομάζουνε. Και πάνω απ’ όλα μου τη δίνουνε. Και ανακάλυψα έναν κόμβο βαθιά μέσα μου. Πως αν δεν αλλάξει αυτή η αδικία στον κόσμο όλο, δε θα συγχωρέσω κανέναν τους. Αν δεν αναγνωρίσουν όλοι ότι είχαν πιο πολλές ευκαιρίες  από μένα που στερήθηκα ένα σωρό κλπ κλπ.
Κι εδώ αρχίζει να βγαίνει το παιδί από μέσα μου.. οπότε κάτι δεν πάει καλά. Κάτι μου ζητάει να κοιτάξω πιο καλά.
Και θυμάμαι ένα θυμό, μια ζήλεια, έναν ανταγωνισμό που είχα όταν ήμουν έφηβη με αυτόν που έλεγαν ότι ήταν το αγαπημένο μου ξαδερφάκι. Που γεννήθηκε έξι μήνες μετά από μένα και παρόλο που μεγάλωνε αλλού, μέναμε μαζί όλα τα καλοκαίρια της ζωής μας, μέχρι τα 16 ή τα 17 μας χρόνια. Μέναμε μαζί σημαίνει ότι τα κάναμε όλα μαζί, για τέσσερις μήνες. Παίζαμε μαζί, τρώγαμε μαζί, κοιμόμασταν μαζί.
Κι εγώ θυμάμαι αυτός να έχει όλη την προσοχή του κόσμου. Θυμάμαι να μεγαλώνω με τη σημασία του μέσα μου να πνίγει ό, τι ωραίο είχα να δείξω. Που έκανα τα πάντα για να ακουστεί. Έκανα τα πάντα για να φαίνομαι σημαντική. Ό, τι μου επιτρεπόταν. Λίγα δηλαδή, αλλά σε ό, τι ήθελαν να αποδώσω απέδιδα τα μέγιστα, δουλοπρεπώς. Θυμάμαι να μεγαλώνω με αυτή την οργή, να στήνω καβγάδες γύρω από την ανισότητα και τη δικαιοσύνη που δεν είχαν σημασία για κανέναν από τους μεγάλους που θαύμαζαν τον μοναδικό κανακάρη της ευρύτερης οικογένειας, που είχε όλη την προσοχή του κόσμου χωρίς να προσπαθήσει καθόλου γι’ αυτήν. Θυμάμαι να γίνομαι έφηβη με την ανάγκη αυτής της επιβεβαίωσης και της αναγνώρισης. Να φτιάχνω όλη τη ζωή στα μέτρα αυτού του βιώματος. Που έγινε βίωμα, συναίσθημα, λέξεις, φίλες, ομάδες, ιδεολογίες.. έγινε όλη η ζωή.
Γιατί είχε συμβεί μια αδικία. Κι αυτό είναι μεγάλη αλήθεια. Που έκρυβε, όμως, καλά, ύπουλα, περίτεχνα μια άλλη αλήθεια, μια άλλη αδικία.
Και μετά, προσπαθώ να εστιάσω το φακό, σε κείνα τα χρόνια, μέχρι τη ρημάδα την εφηβεία, από τη μέρα που γεννήθηκες κι εσύ, από την ημέρα που μας μεγάλωναν μαζί, που μου φορούσαν ρούχα για να σου τα στείλουνε στα ξένα που έμενες, που μας κοιμίζαν στο ίδιο κρεβάτι, που μας έκαναν οι άλλοι όλα αυτά που φαινόταν σα να τα μοιραζόμασταν και προσπαθώ να σε θυμηθώ και δεν μπορώ.. δεν μπορώ να θυμηθώ το παιδί που ήσουν, δεν μπορώ να θυμηθώ αν ήσουν καλός ή μαλάκας ή αστείος, αν ήσουν εγωιστής, κακομαθημένος, πεισματάρης, αν ήσουν γοητευτικός, έξυπνος, ζωηρός.
Δε θυμάμαι τίποτα. Αλήθεια.
Έχω μέσα μου ένα κενό δώδεκα χρόνων.
Τουλάχιστον, δώδεκα χρόνια έζησα μαζί σου και δεν μπορώ να σε θυμηθώ. Γιατί δε σε έβλεπα. Γιατί κανένας δε σε έβλεπε. Γιατί έβλεπαν όλοι το αγόρι που θα γινόταν άνδρας και θα τους έκανε περήφανους. Που τους έκανε, δηλαδή, από τη γέννησή του. Γιατί έβλεπα μόνο την εικόνα που οι άλλοι είχαν προβάλει σε σένα. Έβλεπα την εικόνα του δικού τους εαυτού. Το αγόρι, το μονάκριβο, τον άνδρα, τον κανακάρη, τον πασά και άρχοντά τους. Τα λέγαν όλα αυτά. Κι εγώ ήμουν στη σκιά. Εγώ κάπου ήμουν τουλάχιστον. Εσύ δεν ήσουν πουθενά. Κάτω από αυτά τα σκήπτρα ήσουν μόνος σου. Ολομόναχος. Δε σε κοίταζε κανείς μας. Δεν κοίταγε εσένα. Δεν είδε κανείς ότι αυτό το αγόρι ήταν ένα παιδί που είχε ανάγκες, ελλείψεις, ανεπάρκειες, δικές του, καταδικές του, όπως όλα τα παιδιά.
Κοίτα τώρα τι περνάς. Θυμάμαι να με τραβάνε από τη μια χώρα στην άλλη, από τη μια πόλη στην άλλη για να σε επισκεφτώ στις φυλακές και τα ψυχιατρεία που μπαινόβγαινες. Στους τσαμπουκάδες που έμπλεκες- βία, πολλή βία, αδιανόητη βία χωρίς έλεος- στα ναρκωτικά που το ’καψες τελείως, όμως, πιο τελείως δε γίνεται, στις κρίσεις πανικού, τις καταθλίψεις και τα ψυχωτικά επεισόδια. Κι εγώ να ακολουθώ τους μεγάλους της ζωής μας, που έχαναν περιουσίες εξαιτίας σου, που πουλούσαν σπίτια, άλλαζαν σπίτια, γιατί σε κυνηγούσαν και κινδύνευε η ζωή σου. Αυτό που νόμιζαν ότι ήσουν δεν το έχανες με τίποτα. Αυτό που ήσουν δεν το βρήκανε ποτέ. Κι εσύ έκανες τα πάντα για να το χάσεις. Κι εγώ τώρα δε θέλω να σε δω στα μάτια μου. Τώρα είναι αργά άλλωστε. Ό, τι ήταν να γίνουμε και οι δύο έχουμε γίνει. Κοίτα, όμως, τι μας κάνανε.
Εγώ δεν ένιωθα τίποτα όσο πέρναγες τις πιο σκατένιες καταστάσεις του κόσμου. Αλήθεια, δεν είχα επαφή. Αφού ό, τι είχαμε περάσει μαζί, εγώ δεν το είχα ζήσει. Ανταγωνιζόμουν τόσα χρόνια ένα φάντασμα. Μια λέξη των μεγάλων που έκανε τόσα πολλά πράγματα, επειδή απλά την πίστεψα, επειδή έφαγα το παραμύθι. Τώρα βρήκα το θάρρος να σε δω. Να δω όλα αυτά για τα οποία εσύ δεν έχεις ιδέα. Δε θες να έχεις. Γιατί πρέπει να βρεις το θάρρος κι εσύ να αφήσεις κάτω τα σκήπτρα. Τα σκήπτρα που, έτσι κι αλλιώς, σου δώσαν οι άλλοι για τους δικούς τους λόγους.
Εγώ λέω να μην παίξω άλλο το παιχνίδι των μεγάλων. Δεν έχει πλάκα. Αν ξυπνήσεις ποτέ θα είμαι εδώ. Αλλιώς, να φύγεις, να πας μ’ αυτούς. Τι νόημα έχει, άλλωστε, να είμαστε μαζί και μόνοι. Και πώς να σ’ αγαπήσω, όταν παίζεις τον ρόλο που σου ’δώσαν αυτοί που μου μάθαιναν να σε φοβάμαι.

Αχ, αφήστε ήσυχα τα παιδιά.
Τα φοβισμένα, τα αλλοτριωμένα, τα εγκλωβισμένα, τα αιχμαλωτισμένα στην εικόνα των άλλων, παιδιά που δε μεγάλωσαν ποτέ. Γιατί έπρεπε να κάνουν άλλα παιδιά. Αρρενωπά κυρίαρχα και θηλυκά υποταγμένα. Φοβισμένα, αλλοτριωμένα, εγκλωβισμένα.. Άνθρωποι δειλοί και νάρκισσοι. Παγιδευμένοι σε μια κουλτούρα αποπλάνησης.
Τουλάχιστον, να τους διαβάζετε τα παραμύθια απ’ την ανάποδη.
Τώρα που λύθηκαν τα μάγια.