Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2014

Σιωπές στη Λισσαβώνα

  

Ακούγεται σαν ψέμα, αλλά εγώ γεννήθηκα στη συνοικία του Εμπαλάδος. Το όνομα λάμπει όπως το φεγγάρι. Το όνομα, με το κέρατό του, ανοίγει δρόμο μες στο όνειρο, κι ο άνθρωπος προχωράει μέσα απ' αυτό το μονοπάτι. Τρεμάμενο μονοπάτι. Πάντα σκληρό. Το μονοπάτι που οδηγεί ή βγάζει από την κόλαση. Εκεί καταλήγουν όλα. Να πλησιάζεις ή ν' απομακρύνεσαι από την κόλαση.

Roberto Bolano-Πουτάνες φόνισσες


Θέλω να γράψω για αυτή την στροφή που παίρνουν οι ζωές, καθώς πλησιάζουν ή απομακρύνονται από την κόλαση. Στην πρώτη περίπτωση μάλλον πρόκειται για ευθεία, για πρόκληση μιας αυτοκαταστροφής χωρίς την οποία η στροφή δεν είναι δυνατό να γίνει. Πλησίαζα με βήμα σταθερό, σαν να μην είχα άλλη επιλογή, και πράγματι δεν είχα. Τρεμάμενο ήταν το μονοπάτι που με βγάλε από τη συνήθεια, αν θεωρήσουμε ότι η συνήθεια μπορεί να είναι η άλλη όψη του εφιάλτη. Ακόμα τρέμω. Για την ακρίβεια, τρέμω με βήμα σταθερό, χωρίς να ξέρω πώς γίνεται αυτό. Μου συμβαίνει κι αυτό αρκεί, δεν αναρωτιέμαι πια για τίποτα. Το αδιανόητο συνέβη σε μια από τις στροφές. Και έκανε τα πάντα δυνατά. Θα γράψω ένα κείμενο που δεν έχει ροή, ούτε αρχή, μέση και τέλος, οριακά δεν έχει κανένα νόημα, πέρα από ορισμένους ψιθύρους ανάμεσα σε θραύσματα μιας παρουσίας σε μια πόλη άγνωστη. Θα μπορέσω να το συνθέσω μόνο όταν ωριμάσει η ζωή μου μακριά από την κόλαση.
Αγαπώ τα σκοτάδια από μικρή. Τα έχω αγκαλιάσει σαν ένα κομμάτι της ύπαρξής μου και τα αποστρέφομαι σαν το ίδιο αυτό κομμάτι. Θέλω να γράψω κι αυτό είναι πάντα ζοφερό, θέλω να ταξιδέψω και νιώθω την ανάσα του θανάτου πάνω στο δέρμα μου. Αποφάσισα να ερωτευτώ αυτή τη ζεστή πνοή. Έτσι όπως τραβώ τη σεξουαλικότητα έξω από το ίδιο μου το σώμα, όπως απομακρύνομαι από την κόλαση πλησιάζοντάς την.
Πρόσφατα μου αποκαλύφθηκε ότι η πιο βαθιά πνευματικότητα βρισκόταν στην αποκτήνωσή μου. Αγαπώ τα ζώα ιδιαιτέρως και χρησιμοποιώ αυτή την λέξη με επίγνωση όσων συνεπιφέρει. Πιστεύω ότι το γυμνό σώμα μπορεί να γίνει κινητήρια δύναμη της ύπαρξης. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί πάνω σε αυτό να θεμελιωθεί και η πιο ολοκληρωτική εξουσία. Πιστεύω ότι μια από τις πιο ουσιαστικές μου ενοράσεις υπήρξε η απογύμνωση του ανθρώπινου σώματος από κάθε προσδοκία. Εννοώ ότι το σώμα έχει μια ελευθερία δική του την οποία απλώς σέβομαι και στην οποία δεν παρεμβαίνω. Λατρεύω όμως αυτή την απρόσωπη σάρκα, στη λιτή κυριολεξία της. Τη δική μου δεδομένη και φθαρτή σάρκα καταρχάς. Δε σημαίνει πολλά για τη ζωή και τις επιλογές μου, όμως για το συναίσθημά μου είναι μια σχεδόν θρησκευτική εμπειρία. Εγώ δεν υπάρχω σε όλο το φάσμα του συναισθήματός μου άλλωστε, απλώς τα λέμε συχνά γιατί μας δένουν δεσμοί αίματος. Οι πρωταρχικές μου συγκινήσεις είναι εντυπωσιακά διαφορετικές από μένα. Δεν υπάρχει μέρα που να μην ακούσω ένα λαϊκό τραγούδι, δεν υπάρχει μέρα που να μην ακούσω ένα κλασικό τραγούδι. Κάποτε αυτή η σύγκρουση μου έδενε τα χέρια. Τώρα αφήνω και τις δύο στιγμές μου να υπάρχουν, όπως αφήνω την καρδιά μου να χτυπάει. Δεν επέλεξα καμία από τις δύο παρόλα αυτά, με συγκινούν και μου κοστίζουν εξίσου. Νόμιζα πως αν κρατηθώ πάνω σε μια σανίδα σωτηρίας θα γλίτωνα από την σαπίλα της λαϊκής δεξιάς. Σαν να ζητάς από κάποιον να σε σώσει με λίγα λόγια, που και να το κάνει δε θα είναι για καλό. Σαν τους αγόραρους που στην πλειοψηφία τους σου λένε Θα σου δώσω έναν ωκεανό, αρκεί να μη μου ζητήσεις ούτε μία σταγόνα. Ποιος θέλει να ζήσει σαν ενήλικο μωρό παρόλα αυτά, όταν μπορεί να είναι υποκείμενο της επιθυμίας; Θέλω να πω πως τώρα είμαι κομμάτι του ωκεανού, δεν ξέρω πώς νόμιζα πως μπορεί κανείς να τον προσφέρει σαν να είναι η πηγή του κόσμου, σαν να μην ανήκει σ αυτόν. Δηλαδή ξέρω, αλλά δεν έχει πια σημασία η θεωρία όταν μιλάμε για τη ζωή.  
-Μίλησέ μου για σένα.
-Τι θες να μάθεις; Ξέρεις πώς με λένε, πού μένω και πού δουλεύω.
-Ξέρω όσα και η αστυνομία δηλαδή.
-Γιατί δεν κοιμήθηκες εδώ;
-Γιατί άρχισαν όλα να μου θυμίζουν κάτι. Το σώμα σου τα βράδια, η αγκαλιά ενός αγνώστου που ήθελε να του χαϊδεύω την πλάτη για να κοιμηθεί. Θα μπορούσες να είσαι οποιοσδήποτε κι όμως έμοιαζες τόσο οικείος. Σαν να μην είναι τόσο μεγαλειώδης η εγγύτητα. Μου πήρε δυο βράδια να το καταπιώ, αλλά τώρα όλα καλά.
-Δεν καταλαβαίνω.
-Δεν έχει σημασία. Πάμε για φαγητό; Άλλος ένα μπακαλιάρος είναι εφικτός.
-Πρέπει να πληρώσω τους λογαριασμούς για το καινούριο σπίτι πριν πάω στη δουλειά. Θα τα πούμε το βράδυ.
-Ναι βέβαια, το βράδυ. Θα περάσω απ το πινκ μπαρ. Έλα από κει αν θες.
-Δεν πρέπει να πηγαίνεις μόνη σου εκεί.
-Σωστά. Επίσης, δεν θα ’πρεπε να έρθω να μείνω στο σπίτι ενός τυχάρπαστου Πορτογάλου που ήξερα πέντε ώρες όλο κι όλο. Αλλά ξέχασα το manual των πρέπει και δεν πρέπει στο σπίτι μου.
-Πολύ αστείο.
-Για κάποιο λόγο μου φαίνεται το πιο ασφαλές μέρος. Είναι γεμάτο σεξουαλικούς υπαινιγμούς και φετιχιστικά σύμβολα. Μου φαίνεται αστείο κάποιος να προσπαθήσει να μου την πέσει σ αυτό τον wanna be ναό της ακολασίας. Επίσης, πόσο απροκάλυπτο. Η πορνεία του δρόμου έγινε sex shop μέσα σε ένα trendy bar. Διασκεδάζω σου λέω.
-Καλά. Πήγες στη Σίντρα;
-Α, ναι. Κρύωσα πολύ, δεν ήμουν προετοιμασμένη για τόση φύση σε τέτοιο υψόμετρο. Φαίνονται πολύ κινηματογραφικά τα μέγαρα μες στα δέντρα και την ομίχλη. Ανέβηκα στο κάστρο και κοίταξα τη Λισσαβώνα από ψηλά. Στη συνέχεια πήγα στο Quinta da Regaleira, κάτι μου θύμιζε το όνομα του Luigi Manini, τέλος πάντων μάλλον ατυχώς κάτι γοτθικό. Στην προσπάθειά μου να ακούσω το ανάλογο σάουντρακ πίσω απ’ τις εικόνες, όπως συνηθίζω, άκουγα Elend στη φαντασία μου όταν ξαφνικά άκουσα Bach στην πραγματικότητα. Όπως λέμε, ευτυχώς που υπάρχει και η πραγματικότητα για να με γλιτώνει από τη φαντασία μου. Πλησίασα το δωμάτιο των ήχων και είδα δύο μουσικούς να παίζουν πιάνο και φλάουτο. Έμεινα εκεί γύρω στη μία ώρα. Έχω τόσο πολύ ζήσει το σώμα αυτές τις μέρες, που είχα κατάφωρη ανάγκη από λίγη πνευματική τροφή.
-Πάω στη δουλειά.
Το μεγαλύτερο μέρος της μέρας που ήμουν μόνη μου το πέρναγα στο ποτάμι. Το ποτάμι είναι δίπλα στον ωκεανό. Όλες οι μεταφορές για τη θάλασσα είναι σαν να εκβάλουν από τις κοίτες της Πορτογαλίας. Στη Λισσαβώνα ήταν το πρώτο ταξίδι του μπαμπά. Από εκείνο το σταθμό έκανε κι άλλα ταξίδια, σχεδόν όσα επαγγέλματα άλλαξε σε όλη του τη ζωή. Στην Ιαπωνία, το Ρίο, το Κέηπ Τάουν. Θυμάμαι τις φωτογραφίες από μικρή, μου δημιούργησαν ένα παράθυρο στον κόσμο. Δεν είχα ιδέα βέβαια για τις ψυχολογικές μεταπτώσεις που δημιουργούσαν αυτές οι μετακινήσεις. Στο ποτάμι έπινα καφέ και διάβαζα τις ελλειπτικές ιστορίες του Patrick Modiano, χωρίς μεγάλη ικανοποίηση για την ανάγνωση, καθώς από τότε που διάβασα τους Δύσκολους έρωτες του Καλβίνο η έλλειψη ήταν αυτή η ζωή από την οποία προσπαθούσα να ξεφύγω. Μπορούσα για ώρες να κοιτάζω τη θέα με τη γέφυρα, την απέναντι όχθη και το τρομακτικό άγαλμα του Χριστού. Μετά πήγαινα στα μουσεία για να δω όλες τις εκθέσεις μοντέρνας τέχνης που συνέβαιναν κατά την παραμονή μου. Ο Pedro μου είχε συστήσει και το κλασικό μουσείο που ήταν κοντά στο σπίτι, αλλά εγώ του εξήγησα πως η κλασική εποχή με απωθεί, πρώτον γιατί σ αυτό το έδαφος έχει θεμελιωθεί όλος ο ελληνικός εθνικισμός και δεύτερον γιατί η κλασική φόρμα μου φαίνεται τόσο αυστηρή που δεν αντέχω να αναπνεύσω. Σε κάθε περίπτωση δε μου προσφέρει καμία απόλαυση. Η σύγχρονη τέχνη έχει βέβαια πολλές πλευρές κι ούτε είμαι τόσο σχετική πια. Αν δεν είναι όμως απολύτως ειρωνική και αυτοαναφορική έχει μια συνάφεια με την ανεπιτυχή συνάντηση με το πραγματικό, οπότε αφήνει ένα περιθώριο στην ψυχή μου ν εναποθέσει το πλεόνασμα της εμπειρίας πάνω στο έργο. Οι μοντέρνοι με συγκινούν πολύ. Είχα αντιστάσεις σε μεγάλο βαθμό, γιατί οι κριτικές του ανδρικού βλέμματος δεν είχαν ενσωματωθεί ακόμα και μέχρι να συμβούν όλα όσα χρειάστηκαν για την απελευθέρωση της επιθυμίας μου το γεγονός ότι η ανακάλυψη του ασυνειδήτου ήταν μονομερής δε μου επέτρεπε την απαραίτητη σύνδεση. Τώρα όμως σε μία έκθεση Πορτογάλων σουρεαλιστών ένιωσα το πάθος της ροής να με καίει όπως οι καύλες τη νύχτα. Η τέχνη έχει γίνει ένα με την εμπειρία με λίγα λόγια. Σε ένα δωμάτιο μάλιστα ένας συνδυασμός βίντεο από πυρκαγιές σε περιτριγύριζε και κάπως έτσι ήμουν κι εγώ, ο εφιάλτης πόθος και ο πόθος εφιάλτης κι εγώ ανάμεσά τους χωρίς φόβο, χωρίς πόνο.
    Όταν έφευγα από τα μουσεία πήγαινα στα μπαρς. Στο πινκ μπαρ πήγαινα πάντα μόνη μου γιατί μου άρεσε η έκθεση στον εφηβικό κόσμο του συμβολισμού. Ένιωθα ατρόμητη ανάμεσα σε τόση ελευθερία που δεν είχε σχέση με αυτήν και παίζοντας ένα παιχνίδι του οποίου οι κανόνες ήταν εναντίον μου, χωρίς κανείς να τους αναφέρει, κι όμως τους είχα υπερβεί, γιατί δεν πίστεψα ποτέ πως δεν υπήρξαν. Οι επόμενες στάσεις ήταν το μπαρ ενός βίγκαν βραζιλιάνου που θεώρησε πως η υποκουλτούρα εντυπωσιάζει εξ ορισμού, αλλά δεν του βγήκε σε καλό γιατί προέκυψα σχετικά ενημερωμένη και απολύτως απρόθυμη να επιβεβαιώσω οποιαδήποτε προσωπική στάση ζωής εξωτερικεύεται χωρίς λόγο. Το τελευταίο μέρος ήταν το αγαπημένο μου, καθώς το πρώτο βράδυ της ρομαντικής κομεντί που κατέληξε πορνό όπως είναι λογικό γιατί όλα τα άλλα είναι ωραία επειδή απλά είναι παραμυθένια, το πέρασα σε αυτό. Ήταν ένα τζαζ μπαρ και είχε συχνά λέιβ μπάντες με κοντραμπάσο, ντραμς, πιάνο και τα λοιπά. Έπαιρνα ένα ποτό και άκουγα τη μουσική περιμένοντας τον Guilherme ή κρατώντας τα προσχήματα ότι τον περίμενα. Στην πραγματικότητα προς το τέλος της βδομάδας είχα αποστασιοποιηθεί ιδιαιτέρως. Απολάμβανα βέβαια θεαματικά αυτή την αποστασιοποίηση για την οποία δεν ήμουν ποτέ ξανά ικανή. Κι όπως είπα εστίαζα στο κίνητρο όλου του ταξιδιού, την καύλα, το προσκύνημα στη σεξουαλικότητα, τη δικιά μου, του άλλου και του ενδιάμεσου χάσματος, δηλαδή του τραύματος.
Η ζωή, το κίνητρο για την απόλαυση του παρόντος, βρίσκεται ανάμεσα σε αυτό το εκκρεμές μεταξύ καύλας και τραύματος. Θέλω να πω πως η καύλα είναι η άλλη όψη του τραύματος. Είναι εξίσου κενή αλλά και τόσο ισχυρή, που χρειάζεται να επινοήσεις μια ιστορία για να πατήσεις σε αυτό το ανύπαρκτο έδαφος. Συνήθως πατάμε στις επινοημένες ιστορίες των άλλων και ζούμε τις αναμενόμενες ζωές. Βρίσκεις την επιθυμία μόνο διασχίζοντας το τραύμα. Θεραπεύεσαι εντοπίζοντας την επιθυμία.
Όταν απολαμβάνω δε γράφω ποτέ, όταν γράφω είμαι πάντα λυπημένη. Κι αν δεν είμαι γίνομαι. Ήθελα να γράψω για την απόλαυση και η γραφή με δένει σαν επιθυμία που δεν αντέχω, με εγκαταλείπει σαν κραυγή που δεν βρήκε αποδέκτη.

Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2014

Η άρρωστη κούκλα


Έξω το σταχτί φως πραγμάτων σαν πράγματα πεθαμένα σε λιμνασμένα νερά.
Λέει ο Φώκνερ, εγώ ποτέ δεν ήμουν καλή στις περιγραφές. Πρέπει να γράψω όμως, σήμερα ξύπνησα με έναν πονοκέφαλο, να συντηρήσω τον καυστήρα, κάνει κρύο, να βάλω πετρέλαιο, δεν έχω λεφτά, θα ζητήσω από τον πατέρα, θα του πω πως θα του τα επιστρέψω, πρέπει να γράψω όμως γιατί διαφορετικά θα συντηρώ καυστήρες, θα πληρώνω τη ΔΕΗ, αλλά θα αλλάζει ο καιρός και ποιος θα πει πως το σταχτί φως του Φώκνερ έμοιαζε με τη μέρα μου;
Κρύα όμορφη μέρα.
Τηλεφώνησα στον κουρδιστή του πιάνου. Μια τέτοια μέρα θα μπορούσα να φροντίσω το πιάνο. Όποτε αλλάζει ο καιρός, λέει, μεταβάλλεται κι αυτό και μετά προσαρμόζεται στις νέες συνθήκες. Εγώ δεν είμαι πολύ καλή στις αλλαγές κι αυτός είναι άλλος ένας λόγος για να δω τον Άλκη που κουρδίζει το πιάνο. Ο Άλκης έρχεται πάντα με συνοδεία του έναν σκύλο γιατί ο ίδιος δε βλέπει. Φτάνει με ταξί στην είσοδο της πολυκατοικίας και αρχίζει να φωνάζει γιατί ξέρει πως περιμένω να τον δω από το μπαλκόνι και να κατέβω να του ανοίξω. «Κανείς δεν παίζει μουσική σ’ αυτόν τον δρόμο;» φωνάζει ο Άλκης κι εγώ του κάνω πάντα «σςςςς» και γελώ γιατί στην πραγματικότητα θέλω να ακούσω τη ζεστή φωνή του, είναι τόσο όμορφη η φωνή του, μοιάζει μ’ εκείνον τον ηθοποιό που έκανε τον μπαρμπαστρουμφ, τον είχα δει κάποτε στο θέατρο, στις δύσκολες νύχτες της Μέλπως Αξιώτη ίσως να ήταν, δε θυμάμαι εδώ που τα λέμε καλά, μπορεί στις δύσκολες νύχτες να μην παίζει κάποιος άντρας, εγώ όμως συνδυάζω δύο αναμνήσεις μέσα μου κι ας ταράζεται η αλήθεια.. Ο Άλκης έρχεται με τον Ναδίρ, τον σκύλο που τον συνοδεύει και είναι αχώριστοι οι δυο τους. Του έδωσε αυτό το όνομα για να θυμάται το σημείο ναδίρ της ζωής του, το σημείο στο οποίο η ίδια του η ύπαρξη κρεμιόταν από μια κλωστή, ξέρω ξέρω, είχα πει.
«Θα μου παίξεις πιάνο;»
«Ξέρεις πως δεν παίζω τίποτα σπουδαίο και κυρίως πως δεν παίζω ποτέ μπροστά σε άλλους»
«Δε θα παίξεις για έναν τυφλό γέρο; Μα την οργή αθεόφοβη!, μου λέει κι εγώ γελώντας πάλι του χαϊδεύω τρυφερά το μάγουλο και λέω:
«Ο Μπαλζάκ είχε γράψει αυτό το μυθιστόρημα. Ήταν ένας ζωγράφος που δημιουργούσε μόνο γι αυτόν, ζωγράφιζε όλη μέρα το άγνωστο αριστούργημα. Τι νόημα έχει θα αναρωτηθεί κανείς μαζί με τον Μπαλζάκ; Αναρωτιέμαι κι εγώ από τότε που ξεκίνησαν όλα αυτά, όταν προσπαθούσα να ξεχωρίσω την αγάπη από τα βλέμματα των άλλων. Δεν ξέρω να σου πω αλήθεια, μάλλον ξέρω πολύ καλά πως έχει ένα νόημα που δεν μεταδίδεται. Μόνο για χάρη σου και για την αγάπη που μάλλον στερήθηκε ο άγνωστος ζωγράφος του Μπαλζάκ, θα σου παίξω την άρρωστη κούκλα του Τσαϊκόφσκι».
..Έπαιζα και ένιωθα τον Άλκη κοντά μου, όμως το μυαλό μου βρισκόταν στο σκοτεινό Λαύριο που επισκέφτηκα τρεις μέρες πριν, στην οικογένεια που είναι μάλλον Πομάκοι, μάλλον Ρομά, «πώς ορίζεις τον εαυτό σου;» ρώταγε και ξαναρώταγε η συνάδελφος και μας δείχναν ελληνικές ταυτότητες, μουσουλμάνοι λέγαν, έλληνες λέγαν, τούρκοι, ωραία ήταν αυτά τα μπερδέματα. Ο Αχμέτ είναι άρρωστος πια, περιμένει τη σύνταξη αναπηρίας, έκανε λάθη η γραφειοκρατία κι ακόμα δεν έχει πάρει και δεν μπορεί να πληρώσει το νοίκι και φοβάται πως θα τους διώξουν, μόνο με το επίδομα πολυτέκνων ζουν και οι στεναχώριες, πολλές στεναχώριες, όταν αρρώστησε ο πατέρας του έπαιρνε κάθε βράδυ τηλέφωνο, ξημέρωμα στις 5, να του θυμίσει το χάπι, πέθανε ο μπαμπάς κι η μάνα του σκληρή, καρδιά σαν πέτρα, ένα πιάτο φαί δε δίνει στα παιδιά, πολλά παιδιά, που πεινάνε.
Έφυγα βράδυ, είχα βραχεί και περίμενα στο κτελ Λαυρίου, μόνη, φύσαγε ο αέρας, κι εγώ ένιωθα πόνο, εγώ που τώρα δεν έχω τίποτα για να λυπάμαι, αλλά αν δεν είμαι εγώ θα είναι ο άλλος, άδικα φαντασιώθηκα την ευτυχία σκέφτηκα, να επεξεργαστείς το τραύμα σημαίνει να νιώθεις τον πόνο του άλλου..  
Η άρρωστη καρδιά του Αχμέτ, τα μάτια του Άλκη.. το σώμα μου είναι χίλια κομμάτια..
Λάθος ήταν το ερώτημα της ευτυχίας έτσι κι αλλιώς.




Δευτέρα 28 Ιουλίου 2014

Το άγγιγμα της Terhi

                                                        Έψαξε. Τίποτα κάτω από τις λέξεις
                                                                                    Μανώλης Αναγνωστάκης
                                           
                                                                       Hold to the now, the here, through 
                                                                      which all future plunges to the past.

James Joyce

Η Terhi είχε φτάσει πρώτη στην αίθουσα, ήταν η μόνη που είχε έρθει πέρα από τους διοργανωτές της συνάντησης. Όταν μπήκα εγώ με κοίταξε με βλέμμα εξεταστικό και φιλικό ταυτόχρονα. Αφού με καλημέρισε με ρώτησε αν είχα πάει στην παμπ το προηγούμενο βράδυ. Της εξήγησα πως είχα περάσει γιατί μέχρι και την τελευταία στιγμή δεν μπορούσα να εντοπίσω την αίθουσα αυτού του δαιδαλώδους γοτθικού κτιρίου όπου θα γινόταν η συνάντηση. Συνεπώς προσπάθησα να εντοπίσω τους συμμετέχοντες για να τους ρωτήσω εκ του σύνεγγυς πού θα έπρεπε να βρίσκομαι αυτή την πρωινή ώρα. Δεν παρέμεινα, ωστόσο, γιατί ήμουν κατάκοπη από το ταξίδι και από τις ώρες που πέρασα διασχίζοντας με το σακίδιό μου το Δουβλίνο. Είχα πράγματι φτάσει γεμάτη δίψα για κείνους του δρόμους, καθώς τίποτα από τη σημερινή τουριστική τους εκμετάλλευση δε πτοούσε το φιλομαθές μου πνεύμα. Αντίθετα, κρατούσα τους Δουβλινέζους του Τζέημς Τζόυς, όπως την πρώτη φορά που διάβαζα τους ήρωες του να διασχίζουν τους ίδιους δρόμους που διέσχιζα τώρα κι εγώ, λες και μυστικά νήματα έδεναν αυτό το παρελθόν της πόλης με την ιστορία μου.  
Μου είπε πως και η ίδια δεν κοινωνικοποιήθηκε γιατί έφτασε πολύ αργά μέσα στην νύχτα. Έφτασε, ωστόσο, την ακριβή ώρα της συνάντησης σήμερα το πρωί, αλλά, όπως έδειχναν τα πράγματα, θα χρειαζόταν να περιμένει κι άλλο. Κατανοούσα απόλυτα την αγωνία της για την ασυνέπεια των συμμετεχόντων και σκέφτηκα να απαλύνω τη σιγανή ταραχή που με τον διακριτικό της τρόπο και με τις διευκρινιστικές ερωτήσεις για τις κινήσεις της υπόλοιπης ομάδας έδειχνε πως ένιωθε. Στην ελαφριά συζήτηση γνωριμίας που επέλεξα προκειμένου να αποσπάσω την προσοχή της από τον έλεγχο του χρόνου, παρατήρησα δύο στιγμές κατά τις οποίες το πρόσωπο της συνομιλήτριάς μου συσπάστηκε σε μια ένδειξη ενδιαφέροντος και συγκίνησης. Ήταν φαιδρό πως και για τις δύο αφορμές για τις οποίες το σώμα της μου έλεγε πιο πολλά από όσα μου επικοινωνούσε η ίδια με τη θέλησή της, ας πούμε για το απλό γεγονός πως προέρχομαι από την ελλάδα, πως είμαι ανθρωπολόγος, γι αυτές τις δύο πληροφορίες εγώ η ίδια, κάτω από άλλες συνθήκες δε θα έκανα κανένα λόγο. Και για την ίδια, παρόλα αυτά, οι ελάχιστες συσπάσεις της συγκίνησης που παρατήρησα, δεν ήταν απόρροια θαυμασμού ή ταύτισης, κάποιας ενθύμησης ενός εγώ που επιβεβαιώθηκε. Επρόκειτο ξεκάθαρα για αποτυπώσεις της μνήμης που καμιά φορά, διαπερνά σαν ηλεκτρικό ρεύμα το σώμα, όπως όταν περνάει κανείς το χέρι πάνω από μια παλιά πληγή και ριγεί, εκεί που κάποτε είχε πονέσει. Γιατί θα έλεγα πως η συγκίνηση της Terhi δεν εκδηλώθηκε δίχως κάποιο φόβο κι αυτή η πρόσμειξη των συναισθημάτων ήταν και σ’ εμένα τόσο οικεία, τόσο γνώριμη που αυθόρμητα μπήκα στη θέση της, ψάχνοντας, υποσυνείδητα προφανώς, σ’ εκείνη την «ξένη» πόλη ένα βίωμα να συναισθανθώ, να νιώσω, να γίνω άνθρωπος. Δε ρώτησα τίποτα, ωστόσο, εκείνη τη στιγμή πέρα από την ακαδημαϊκή της έρευνα που μ’ ενδιέφερε επίσης, καθώς η Terhi ασχολούνταν με τη μη-λεκτική επικοινωνία, ήταν εκπαιδεύτρια ταράνδων για ένα διάστημα που έζησε στα παγωμένα δάση μιας φινλανδικής επαρχίας. Τώρα μένει στην πόλη Ούλου, τη βορειότερη πόλη της Φινλανδίας που κατοικείται και τον Ιούλιο υποφέρει από την αφόρητη ζέστη του μικροκλίματος.
Η Terhi φαινόταν σαν να έχει άπειρες ιστορίες να πει. Κατά τη διάρκεια της συνάντησης συμμετείχε διαρκώς με κάποιες από αυτές, που όλες, παρατήρησα, αφορούσαν τον τρόπο, τους τρόπους, την ευαισθησία, την ευγένεια με τους οποίους όφειλε κανείς ή καμιά να προσεγγίζει τον άλλο. Και πάλι σκίρτησε μέσα μου ο αντίκτυπος όσων έλεγε, γιατί για μένα η προσέγγιση του άλλου και από τον άλλο είναι συναφής με τον προσέγγιση μιας πληγής, που ίσως χρειαστεί πριν την αγγίξεις να καθαρίσεις τη γύρω περιοχή, να την απολυμάνεις, να την φροντίσεις. Κάπως έτσι γίνεται σώμα η ψυχή, σκέφτηκα την ώρα που έλιωνε ό, τι ψυχρό είχα μέσα μου η ζεστασιά της Terhi. Θα έλεγες πως είχε μια ιστορία να πει για κάθε πρόταση που άρθρωνε ο καθένας μας, τόσο μεστή ζωή ζούσε καθώς αφηγούνταν πώς ψάρεψε ένα λούτσο πέντε κιλών το προηγούμενο βράδυ χωρίς δίχτυ, απλά κάνοντας το ψάρι να κουραστεί και να το φέρει προς το μέρος της στην ακτή, προσέχοντας, κατά τη διάρκεια αυτής της κουραστικής διαδικασίας, να μην σπάσει την πετονιά. Πώς μαγείρεψε το φιλέτο του με πατάτες στη φωτιά. Πώς πήγαινε στις συνεντεύξεις με καφέδες που συνήθως αγαπούν οι Φινλανδοί. Πώς έχει μάθει να μην ξέρει τίποτα. Φαντάστηκα τους ακαδημαϊκούς να αναρωτιούνται πώς προκύπτει τόση αμεσότητα, ποιες γραμμές να χαράξουν ανάμεσα σ’ αυτούς και τους άλλους, στην ακαδημία και τη ζωή, τη στιγμή που η Terhi απλά το έκανε, μιλούσε για τη ζωή, ζούσε για να λέει ιστορίες.
Όταν βγαίναμε από τις συναντήσεις, η Terhi δεν ακολουθούσε τις περιστάσεις κοινωνικοποίησης που στο πλαίσιο αυτών των προγραμμάτων ήταν ίσως πιο σημαντικές από τις ώρες της δουλειάς ή εξίσου σημαντικές με αυτές θα έλεγε κανείς. Αντίθετα αποσυρόταν σε κάποια δική της διευθέτηση του χρόνου. Εγώ δυσανασχετούσα γι’ αυτή της την επιλογή γιατί θα ήθελα πιο πολύ να τη συναναστραφώ. Και κυρίως γιατί θα ήθελα να αποκωδικοποιήσω το ενδιαφέρον που έστρεψε σε μένα και που δέσμευσε και το δικό μου ενδιαφέρον. Την τελευταία μέρα, λοιπόν, δώσαμε ραντεβού στην κεντρική πλατεία του Temple bar, μιας δουβλινέζικης συνοικίας, μετά από δική μου παράκληση. Εν μέσω σκόρπιων σκέψεων της είπα πως η μητέρα μου ζούσε για χρόνια στη σουηδία, αλλά εγώ δεν έμαθα ποτέ σουηδικά, αν και αγαπούσα τη σκανδιναβία για διάφορους αδιευκρίνιστους, υποσυνείδητους λόγους. Και η Terhi είχε ζήσει χρόνια στη στοκχόλμη, όπως μου είπε, οπότε ανταλλάξαμε εντυπώσεις από αυτή την πόλη την οποία είχα επισκεφτεί πολλές φορές, μα ποτέ για να ζήσω. Συζητήσαμε εκτενώς για την ομιλία και το σώμα, για την αίσθηση της αφής, για τις μεταφορικές και κυριολεκτικές σημασίες που διέπουν το άγγιγμα και τις οποίες ο βιολογικός αναγωγισμός συνέπτυξε σε μία και μόνη γλώσσα, αυτή της παρουσίας, δηλαδή της ζωής χωρίς συναίσθημα. Και μετά από αυτές τις συμφωνίες που η Terhi ζωντάνευε με αφηγήσεις από το αρκτικό κέντρο, τότε μου εκμυστηρεύτηκε πώς είχε ζήσει πέντε χρόνια με έναν έλληνα, πώς ήρθε στην ελλάδα για τον κώστα, πώς από τη στιγμή που είχε έρθει στην ελλάδα ο κώστας γινόταν σταδιακά ένας άλλος άνθρωπος και οι συμπεριφορές ελέγχου και εξουσιομανίας απωθούσαν την Terhi, χωρίς να είναι σε θέση να εξηγήσει πώς της είχε διαφύγει αυτή η δομή του αντρικού χαρακτήρα του, αν και ήταν νέα πολύ ακόμη και αυτός ήταν ένας λόγος για τον οποίο θα μπορούσε να δικαιολογηθεί και ξένη επίσης σ’ αυτό το ανοίκειο μέρος όπου κανένας δε θα τη βοηθούσε, κανένας δε θα την υπερασπιζόταν. Η Terhi αφηγούνταν πώς κατάφερε να φύγει πια από αυτή τη σχέση στην οποία είχε εμπλακεί με τρόπους που την απομάκρυναν από τον εαυτό της, πώς χρειάστηκε να καταστρώσει ένα ολόκληρο σχέδιο διαφυγής από τη χώρα, πώς τις τελευταίες στιγμές σε έναν από τους τσακωμούς, ο κώστας της έριξε καυτό λάδι στα χέρια κι η Terhi μου έδειξε τα σημάδια που θα είχε στο σώμα αν τώρα συνέβαινε αυτή η ιστορία, αν είχε πρόσφατα συμβεί κι εγώ έβλεπα τα σημάδια στην ψυχή και είπα ότι αυτή είναι η ιστορία όλων των ιστοριών της Terhi, η πηγή από την οποία αναβλύζουν νευρωμένες, με σφυγμό, με αίμα οι λέξεις της. Και της έδειξα τα δικά μου χέρια, τα σημάδια της μνήμης που διαθλούνταν στη θεσσαλονίκη και την αθήνα, τη στοκχόλμη, το δουβλίνο και το ούλου και γίνονταν σχεδιάσματα μιας γραφής αδέξιας ακόμα, μιας γραφής που λέει μια βιογραφία ασταθή, περιπλεγμένη, γεμάτη αδιέξοδα και σιωπές, που λέει πόσα χρόνια μου πήρε άλλα σημάδια να σβήσω, άλλα να ενώσω απλά και μόνο γι’ αυτή την αίσθηση, για να νιώσω το άγγιγμα της Terhi.









Τρίτη 15 Ιουλίου 2014

Σιωπές στο Δουβλίνο


-Και πώς γίνεται μια εκκλησία του 19ου αιώνα να έχει γίνει παμπ;

-Αν προσπαθήσεις να καταλάβεις τους Ιρλανδούς δε θα σε βγάλει πουθενά.

-Γιατί ήρθες στην Ιρλανδία; Ποια είναι η ιστορία σου;

-Δεν έχω ιστορία. Ήρθα εδώ για να βγάλω λεφτά. Έτσι απλά. Έλεγα ακόμα έναν χρόνο ακόμα έναν χρόνο ακόμα έναν και πέρασαν οχτώ. Τώρα δεν έχω πίσω πού να κοιτάξω. Όταν πηγαίνω στην Κατοβίτσε δεν την αναγνωρίζω. Δεν είναι η πόλη μου πια. Έτσι απλά. Δεν έχω πίσω να κοιτάξω και μπροστά δε θέλω να δω.

-Αν ήμουν πιο μικρή θα ήθελα να σε ρωτήσω για τον Κισλόφσκι. Αλλά αυτή τη στιγμή αν κάτι με συγκινεί είναι να βλέπω την Γκίνες στο ποτήρι μου που μου φαίνεται σαν τέχνη. Η ψυχή μου πάει ένα βήμα μπροστά, δυο βήματα πίσω. Κινείται σε σπείρες βασανιστικές. Όποτε απολαμβάνω τη στιγμή, το εγώ μου μ’ εκδικείται. Θα πρέπει να πιω πιο πολλές μπύρες. Για να ξεχάσω τα κομμάτια του εαυτού μου που υποφέρουν στις απαιτήσεις του παρόντος.

-Όταν ήμουν μικρός ήμουν πολύ ομιλητικός. Η γιαγιά μου ερχόταν στο σπίτι και με άκουγε να μιλάω στο δωμάτιο. Τίποτα δεν είναι, της έλεγε η μητέρα μου, μιλάει στα κουκλάκια του. Νομίζω πως μιλούσα διαρκώς για να μην ακούω τους ανεπαίσθητους ήχους που έβγαζε η μητέρα μου όταν έμενε μόνη της στο καθιστικό του σπιτιού, ξέπνοη από την υπομονή κι όσο συσσώρευε μέσα της τους κύκλους της αβίωτης επιθυμίας της. Το σπίτι γέμιζε σκοτάδι, ένα ανυπόφορο πηχτό μαύρο. Έκοβες με μαχαίρι τις σιωπές.

-Οι ιστορίες και των δυο μας είναι να μην τις έχουμε. Η σιωπή είναι η αγαπημένη μου έκφραση. Αγαπώ την βαθιά πνευματικότητά της, τις στιγμές που εσωτερικεύω τον άλλον. Η αγάπη ήταν για μένα πάντα μακριά. Με άλλα λόγια, επιζητώ διαρκώς να τη χάσω. Η ψυχή μου παρόλα αυτά δεν αδράνησε ποτέ, καμία εποχή δε διαδέχτηκε την άλλη χωρίς να έχω επιδιώξει εκείνη την πληρότητα που προκύπτει καθώς οι ενδιάμεσες εμπειρίες περιβάλλονται μια σαφή ιστορική υπόσταση. Έτσι, έφτασα κάποτε στις πηγές του σώματός μου. Θυμάμαι τότε να με αγγίζω και να νιώθω το χρόνο να διασχίζει τα συμβολικά όρια του εαυτού μου, να αδράχνει το δέρμα μου και να το φθείρει.

     Φτάσαμε στο κάμπους, του είχα εξηγήσει ότι το δωμάτιο όπου κοιμόμουν βρίσκεται μισή ώρα μακριά απ’ το Δουβλίνο. Μου είπε ότι τα τελευταία έξι χρόνια, δυο χρόνια δηλαδή αφότου ήρθε από την Πολωνία δουλεύει σαν οδηγός, οπότε δε θα ’ταν πρόβλημα να μετακινηθεί γι’ αυτή την ελάχιστη απόσταση. Αρκεί να μπορούσα να παραμείνω λίγο περισσότερο εκεί μαζί του, λίγο πιο πολύ από όσο θα μου επέτρεπαν τα μέσα συγκοινωνίας, όσο χρειαζόταν για να καλύψουμε με το αυτοκίνητο την απόσταση.

-Το δωμάτιό μου λέγεται Nantes Room. Ακούγεται σαν το δωμάτιο ενός νεκρού παπά, από αυτούς που φοιτούσαν στο κολλέγιο.

-Είναι πόλεις μεσαιωνικές. Δίπλα είναι η Salamanca. Πες ότι ταξιδεύουμε στο χρόνο, έχουμε ήδη διασχίσει σύνορα. Απομένουν τα όρια ανάμεσά μας. Έχεις ερωτευτεί ποτέ;

-Ναι.

-Πώς ένιωσες;

- Σαν μωρό που παίζει με μαχαίρια. Εσύ;

-Σαν μαχαίρι στην καρδιά ενός μωρού.

Θα σιωπήσουμε για λίγη ώρα. Για όση χρειάζεται, ώστε να λυπηθούμε τη λύπη μας.

-Αυτή είναι η σιωπή που έκοβε στο σπίτι της μάνας σου τα δικά σου πόδια. Είπαμε την σιωπή, αλλά τώρα πρέπει να φύγεις, είναι μία, το Πανεπιστήμιο κλείνει κι εγώ πρέπει να κοιμηθώ. Άλλωστε, λίγο ακόμα και θα φτιάξουμε μια ιστορία, από αυτές που δε θέλουμε να έχουμε. Θα τα ξαναπούμε ίσως. Αλλά μπορεί και όχι. Όχι, κατά πάσα πιθανότητα. Ίσως και να μην θέλουμε να τα ξαναπούμε.

Ίσως να μην έχουμε πίσω πού να κοιτάξουμε και μπροστά να μη θέλουμε να δούμε.


Πέμπτη 3 Ιουλίου 2014

Στα όρια της γλώσσας, στα όρια του σώματος


Τα τελευταία πέντε χρόνια βρέθηκα κοντά σε μια μειονοτική θέση με την οποία δε συνδεόμουν βιογραφικά, αν και οι πηγές της αναζήτησης βρίσκονταν βαθιά στην ψυχική δομή μου, άρα και στη θέση μου στο σύστημα της βιοπολιτικής. Η σχέση μου με αυτιστικούς ανθρώπους φώτισε δύο ερωτήματα που σχετίζονται με τα όρια ανάμεσα στον εαυτό και τον «άλλο», τα οποία θεώρησα εξαρχής αλληλένδετα αν και,  όπως προέκυψε στην έρευνα, τα βιώματα στα οποία αναφέρονται είναι αμοιβαίως αποκλειόμενα. Το πρώτο αφορά ένα θεωρητικό, αλλά και μεθοδολογικό ζήτημα που με απασχόλησε σχετικά με τους αυτιστικούς ανθρώπους, δεδομένου ότι οι περισσότεροι από τους συνομιλητές μου δεν ομιλούσαν. Το ερώτημα είναι το εξής: Πώς θα νιώσω στο σώμα μου τον πόνο ενός άλλου; Το δεύτερο αφορά την έννοια της επιτελεστικότητας ως διαδικασίας της υποκειμενοποίησης. Πού εδράζεται η σωματική και ψυχική υλοποίηση του ηγεμονικού λόγου;
Ο αυτισμός είναι μια σύνθετη έννοια και η επιστημονική του ιστορία ενσωματώνει προκαταλήψεις, προβολές και φαντασιώσεις των μη αυτιστικών, ή αλλιώς, των νευροτυπικών, όπως οι ίδιοι οι αυτιστικοί μας αποκαλούν. Ο ορισμός του αυτισμού που υιοθετώ αναφέρεται στη νευρολογική αποσύνδεση της γλώσσας από το σώμα κατά την οποία το σώμα αποσυνδέει τα εγκεφαλικά σήματα. Έτσι προκύπτει μια σημαντική διαφοροποίηση σε σχέση με τον τρόπο που οι αυτιστικοί προσλαμβάνουν με τις αισθήσεις τους τις πληροφορίες του περιβάλλοντος. Πολλοί αυτιστικοί σκέφτονται με εικόνες, για άλλους η αίσθηση με βάση την οποία προσανατολίζεται το σώμα και η σκέψη τους είναι η όσφρηση, πολλές φορές οι ήχοι που παρατείνονται προκαλούν πόνο, οι αισθήσεις του πόνου και της θερμοκρασίας στο δέρμα είναι απολύτως ιδιοσυγκρασιακές και με αυτήν την έννοια ένα χάδι μπορεί να είναι εφάμιλλο ενός χτυπήματος, ενώ ένα χειρουργείο ανώδυνο. Κάποιοι ακούν όλους τους ήχους ταυτόχρονα σαν μια αδιάκριτη μάζα θορύβου, άλλοι ακούν μόνο συγκεκριμένους ήχους, όσο μακριά στο χώρο κι αν εκπέμπονται αυτοί. Τα όρια του σώματος δεν είναι προσδιορισμένα, οι αισθήσεις τους είναι διεσπαρμένες στο χώρο, πολλοί χρειάζονται να βλέπουν τα μέλη τους για να βεβαιωθούν ότι τα έχουν, άλλοι να αγγίξουν για να μπορέσουν να δουν, πολλοί αυτοτραυματίζονται για να νιώσουν ότι έχουν σώμα. Ο χρόνος είναι χαοτικός. Όσο διαφορετικά κι αν είναι αυτά τα βιώματα, αυτό που συνέχει την αυτιστική εμπειρία είναι η πρόσληψη πληροφοριών που δε γενικεύονται σε εννοιολογικά σχήματα. Ακόμα και για τους αυτιστικούς που ομιλούν, η γλώσσα είναι απολύτως ιδιοσυγκρασιακή και υποκειμενική, σύμφυτη με τις αισθήσεις, τη μνήμη και το βίωμα.
Αυτό συμβαίνει και στους νευροτυπικούς, ωστόσο στη δική μας εμπειρία η δυνατότητα να εννοιολογούμε τα βιώματά μας προσανατολίζεται στις νόμιμες αναπαραστάσεις των κοινωνικών μυθοπλασιών. Ο λόγος, ως επί το πλείστον, ηγεμονεύει τη δυνατότητα αναστοχασμού μας. Η γλώσσα αποτελεί έναν βασικό μηχανισμό κοινωνικοποίησης που χειραγωγεί την κρίση και την προσοχή μας, ώστε να γίνουμε αποδεκτά μέλη της κοινότητάς μας. Ασυνείδητα εσωτερικεύουμε τις δομές και τους κανόνες αναπαραγωγής της ως ψυχικές αναγκαιότητες. Κι ενώ ομιλούμε εμπλεκόμενοι/ες σε κοινωνικές σχέσεις, στις χωροχρονικές διαστάσεις του δημόσιου βίου και των ανταγωνισμών του, η γλώσσα είναι και πάλι που συγκαλύπτει αυτές τις σωματικές και αισθητηριακές πηγές της. Μάλιστα, η δυνατότητα της γλώσσας να φετιχοποιεί, να μυστικοποιεί τις εξουσίες που αναπαράγουν τις κυρίαρχες σχέσεις είναι επενδυμένη λιβιδινικά, συναισθηματικά και αισθητηριακά. Κι αυτό γιατί κατά τη διαδικασία απόκτησης της γλώσσας απωθήσαμε στο ασυνείδητο την πρωτογενή μας ευαλωτότητα που προηγείται της διαμόρφωσης του σωματικού μας εγώ, το πρωτογενές τραύμα μιας παθητικότητας που προηγείται της διάκρισης ενεργητικού-παθητικού και της οποίας διάκρισης συνιστά προϋπόθεση. Το άγχος για την ανάδυση της αποκλεισμένης νηπιακότητάς μας που συνυπάρχει με τη γλώσσα, το άγχος για την απώλεια του γλωσσικά οριοθετημένου εαυτού μας, μετατίθεται στην επικύρωση του ηγεμονικού λόγου, στις δομές των ιεραρχικών σχέσεων. Προκειμένου να έρθουμε σε πραγματική επαφή με το τραύμα αυτού του υπαρξιακού χάσματος με τον άλλο, προκειμένου δηλαδή να έρθουμε σε πραγματική επαφή με τον άλλο και όχι με τον αντικατοπτρισμό των δικών μας αναπαραστάσεων, οφείλουμε να καταφερθούμε ενάντια στα γλωσσικά όρια της σωματικής μας εικόνας, που εξαρχής μας διαχώρισε. Κι αν η διαδικασία δρομολόγησης αυτής της προσπάθειας αίσθησης και ενσυναίσθησης συλλαμβάνεται διανοητικά, η συμφιλίωση είναι διανοητικά αγεφύρωτη, βιώνεται μόνο συναισθηματικά και μέσα από αυτή τη χειρονομία πένθους για το γλωσσικά διαμορφωμένο μας εγώ.
Αν η γλώσσα γεννιέται σ’ ένα περιβάλλον συναισθημάτων και αισθήσεων, τότε αυτά τα συναισθήματα ανακινούνται μέσα από βιώματα, από την κίνησή μας στον κόσμο. Με αυτή την έννοια, ακόμα κι αν η γλώσσα μάς δίνει τη δυνατότητα να αποφύγουμε τον σωματικό εαυτό, την ίδια στιγμή οριοθετείται από το ίδιο αυτό σώμα. Από το σώμα, όχι πια ως αντικείμενο των συσχετισμών δύναμης και των γλωσσικών αναπαραστάσεων που το έφεραν εξαρχής στο λόγο, αλλά ως υποκείμενο της εμπειρίας του που υφίσταται τις συνέπειες της κοινωνικής αμοιβαιότητας, ως περγαμηνή των εκτοπισμών του. Η γλώσσα των αυτιστικών απέχει από τη δυνατότητα της αυταπάτης που έχουν οι νευροτυπικοί να παίρνουν αποστάσεις από τον εαυτό. Αντίθετα, η «ιθαγενής» γλώσσα των αυτιστικών χαρακτηρίζεται από την δύσκολα βιώσιμη αυτή εγγύτητα με τον εαυτό και το συνακόλουθο άγχος και την οδύνη που προξενεί η αμεσότητα και εγγύτητα με τον άλλον. Για τους αυτιστικούς, επίπονη είναι η ίδια γλωσσική έκφραση, καθώς βιώνουν διαρκώς τα ίδια τα όρια μιας γλώσσας την οποία ποτέ δεν οικειοποιούνται απολύτως. Γι’ αυτό, κάποιες εκφορές είναι γι’ αυτούς λογικά ασύλληπτες και συναισθηματικά αβάσταχτες, όπως είναι οι προσωπικές αντωνυμίες, εκείνες δηλαδή οι εκφορές στις οποίες η γλώσσα δείχνει τον εαυτό της, δείχνει τα όριά της και τη σχέση της με το σώμα που ως τέτοιο εκτοπίζεται για να πάρει θέση στο λόγο.
Στο πεδίο επανερχόταν σαν αποκλεισμένη δυνατότητα για τους αυτιστικούς η μεταφορά, ως μια εκφορά που λέει τη γλώσσα και ταυτόχρονα βιώνει και δείχνει τα όριά της. Η μεταφορά, δηλαδή η γλώσσα ως έκφραση και δημιουργία, προκύπτει ασυνείδητα, καθώς βιώνουμε τον κόσμο και προσλαμβάνουμε τα ερεθίσματά του. Προκύπτει από την ανακίνηση του προγλωσσικού μας ασυνειδήτου, των πρώιμων κιναισθητικών εμπειριών μας, της νηπιακότητας που συνυπάρχει με τη γλώσσα. Είναι το εκστατικό αποτέλεσμα της αποτύπωσης του βιώματος και του ψυχισμού στη γλώσσα στην οποία εγγράφεται ως καινούριο νόημα.  Η ιδιαίτερη διαπλοκή γλώσσας και σώματος στον αυτισμό τροποποιεί τις συμβατικές χρήσεις της μεταφοράς και παίρνει διάφορες μορφές. Αν ισχύει, όπως υποστηρίζω, ότι οι αυτιστικοί ενοικούν στα όρια της γλώσσας, τότε όλη η γλώσσα είναι γι’ αυτούς μεταφορά. Για πολλούς αυτιστικούς η μεταφορά παίρνει τη μορφή της συναισθησίας, της πρόσμειξης αισθήσεων και αφηρημένη λογικής, κατά την οποία ακούν τις οσμές, βλέπουν και ακούν τους ήχους, συνδυάζουν αριθμούς με χρώματα. Πιστεύω, ωστόσο, πως οι περισσότεροι αυτιστικοί νιώθουν τη δημιουργική έκφανση της μεταφορικής γλώσσας, τη διατάραξη των οριοθετήσεων, την ανακίνηση του ασυνειδήτου στη συνειδητή ζωή μας και γι’ αυτό τους είναι επίπονη η μεταφορική διαδικασία. Οι δικές μας εκλάμψεις υπέρβασης του λόγου, όσο δεν γίνονται συνειδητές, από το λόγο αφομοιώνονται και πάλι. Παραχωρούμε στην εξουσία το δημιουργικό δυναμικό τους από το φόβο για το συναίσθημα της ευαλωτότητας που υπάρχει στην πηγή αυτής της δημιουργίας. Αν για τους αυτιστικούς είναι προφανώς αποκλεισμένη η μεταφορά είναι γιατί αυτό το συναίσθημα βιώνεται, ενώ από μας απωθείται και ο λόγος οικειοποιείται τις μεταφορές μας.  
Επανέρχομαι στα δύο ερωτήματα που τέθηκαν εξαρχής. Η δυνατότητά μας να νιώσουμε στο σώμα μας τον πόνο του άλλου και κατά συνέπεια να επικοινωνήσουμε με τους αυτιστικούς, είναι αμοιβαίως αποκλειόμενη με την επιτέλεση των κυρίαρχων νοημάτων που, μέσω της γλώσσας, διχάζουν τον εαυτό και τον άλλο σε δύο αντιμαχόμενες επί της ουσίας θέσεις. Σε αντιδιαστολή με αυτή τη στάση αναπαραγωγής του οικείου, η ενσυναίσθηση προϋποθέτει μια πράξη διακινδύνευσης, μια σύγκρουση: Τον θάνατο της φαντασιακής εικόνας για τον εαυτό, έτσι όπως προκύπτει από τη βιογραφική μας ιστορία. Προϋποθέτει το βίωμα του αποκλεισμού και της ξενότητας, της απόσχισης από την κοινότητα των ανθρώπων, έτσι όπως την ξέραμε μέχρι την στιγμή που ήρθαμε στο λόγο. Προϋποθέτει αυτή την απώλεια της οικειότητας και τη συμφιλίωση με τον πόνο της δικής μας μοναξιάς που ανακινείται στις συναντήσεις με τους άλλους. Αυτές είναι κάποιες από τις προϋποθέσεις για να βιώσουμε την απεραντοσύνη του νοήματος και την έκφραση, που δεν βρίσκεται από την πλευρά της εξουσίας, μόνο όταν δεν συγκαλύπτει την ευαλωτότητα από την οποία προκύπτει.
Στο ξεκίνημα της έρευνάς μου, οι αυτιστικοί προέκυπταν ως φαντασιακά παντοδύναμοι και καμιά φορά η απόσυρσή τους χαρακτηριζόταν εγωκεντρική. Αυτά υποδείκνυαν οι θέσεις των ανθρώπων γύρω τους και οι αξιακοί κώδικες με τους οποίους είναι συνυφασμένες οι θέσεις αυτές. Πριν από την ενασχόλησή μου με τα ασυνείδητα επίπεδα του εαυτού και τις σχετικές διεργασίες που περιέγραψα, είχα λίγες αντιστάσεις σε αυτές τις διαστρεβλώσεις που συγχέουν τον εαυτό με το εγώ. Οι διαμεσολαβήσεις ήταν πολλές και όχι πάντα εξωτερικές και ορατές. Όταν βρέθηκα στον ίδιο κόσμο με τους αυτιστικούς, στα προγλωσσικά επίπεδα του σώματος, δηλαδή της ψυχής, συνειδητοποίησα ότι αυτό που έχει σημασία για τους ίδιους είναι καταρχάς να επαναρυθμιστούν οι σχέσεις γύρω από αυτούς πριν από την οποιαδήποτε θεραπευτική παρέμβαση. Όχι για να έρθουν αυτοί στο επίκεντρο, αλλά για να αποκεντρωθούμε εμείς από τις σιγουριές μας. Οι αυτιστικοί θα μας ρωτούν διαρκώς πώς προκύπτουν τα αυτονόητά μας: πώς κουμπώνουμε ένα κουμπί, γιατί οι γυναίκες φορούν σκουλαρίκια, τι είναι είσαι, μέχρι πού πάει ο χρόνος; Και θα χρειαστεί να είμαστε σε θέση να διανύσουμε την απόσταση που χρειάζεται για να επικοινωνήσουμε μαζί τους: συγκεκριμένα από το προνόμιο της γλώσσας και του ανήκειν στην επαφή, την αμοιβαιότητα και τη συνδιαμόρφωση.