Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2014

Σιωπές στη Λισσαβώνα

  

Ακούγεται σαν ψέμα, αλλά εγώ γεννήθηκα στη συνοικία του Εμπαλάδος. Το όνομα λάμπει όπως το φεγγάρι. Το όνομα, με το κέρατό του, ανοίγει δρόμο μες στο όνειρο, κι ο άνθρωπος προχωράει μέσα απ' αυτό το μονοπάτι. Τρεμάμενο μονοπάτι. Πάντα σκληρό. Το μονοπάτι που οδηγεί ή βγάζει από την κόλαση. Εκεί καταλήγουν όλα. Να πλησιάζεις ή ν' απομακρύνεσαι από την κόλαση.

Roberto Bolano-Πουτάνες φόνισσες


Θέλω να γράψω για αυτή την στροφή που παίρνουν οι ζωές, καθώς πλησιάζουν ή απομακρύνονται από την κόλαση. Στην πρώτη περίπτωση μάλλον πρόκειται για ευθεία, για πρόκληση μιας αυτοκαταστροφής χωρίς την οποία η στροφή δεν είναι δυνατό να γίνει. Πλησίαζα με βήμα σταθερό, σαν να μην είχα άλλη επιλογή, και πράγματι δεν είχα. Τρεμάμενο ήταν το μονοπάτι που με βγάλε από τη συνήθεια, αν θεωρήσουμε ότι η συνήθεια μπορεί να είναι η άλλη όψη του εφιάλτη. Ακόμα τρέμω. Για την ακρίβεια, τρέμω με βήμα σταθερό, χωρίς να ξέρω πώς γίνεται αυτό. Μου συμβαίνει κι αυτό αρκεί, δεν αναρωτιέμαι πια για τίποτα. Το αδιανόητο συνέβη σε μια από τις στροφές. Και έκανε τα πάντα δυνατά. Θα γράψω ένα κείμενο που δεν έχει ροή, ούτε αρχή, μέση και τέλος, οριακά δεν έχει κανένα νόημα, πέρα από ορισμένους ψιθύρους ανάμεσα σε θραύσματα μιας παρουσίας σε μια πόλη άγνωστη. Θα μπορέσω να το συνθέσω μόνο όταν ωριμάσει η ζωή μου μακριά από την κόλαση.
Αγαπώ τα σκοτάδια από μικρή. Τα έχω αγκαλιάσει σαν ένα κομμάτι της ύπαρξής μου και τα αποστρέφομαι σαν το ίδιο αυτό κομμάτι. Θέλω να γράψω κι αυτό είναι πάντα ζοφερό, θέλω να ταξιδέψω και νιώθω την ανάσα του θανάτου πάνω στο δέρμα μου. Αποφάσισα να ερωτευτώ αυτή τη ζεστή πνοή. Έτσι όπως τραβώ τη σεξουαλικότητα έξω από το ίδιο μου το σώμα, όπως απομακρύνομαι από την κόλαση πλησιάζοντάς την.
Πρόσφατα μου αποκαλύφθηκε ότι η πιο βαθιά πνευματικότητα βρισκόταν στην αποκτήνωσή μου. Αγαπώ τα ζώα ιδιαιτέρως και χρησιμοποιώ αυτή την λέξη με επίγνωση όσων συνεπιφέρει. Πιστεύω ότι το γυμνό σώμα μπορεί να γίνει κινητήρια δύναμη της ύπαρξης. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί πάνω σε αυτό να θεμελιωθεί και η πιο ολοκληρωτική εξουσία. Πιστεύω ότι μια από τις πιο ουσιαστικές μου ενοράσεις υπήρξε η απογύμνωση του ανθρώπινου σώματος από κάθε προσδοκία. Εννοώ ότι το σώμα έχει μια ελευθερία δική του την οποία απλώς σέβομαι και στην οποία δεν παρεμβαίνω. Λατρεύω όμως αυτή την απρόσωπη σάρκα, στη λιτή κυριολεξία της. Τη δική μου δεδομένη και φθαρτή σάρκα καταρχάς. Δε σημαίνει πολλά για τη ζωή και τις επιλογές μου, όμως για το συναίσθημά μου είναι μια σχεδόν θρησκευτική εμπειρία. Εγώ δεν υπάρχω σε όλο το φάσμα του συναισθήματός μου άλλωστε, απλώς τα λέμε συχνά γιατί μας δένουν δεσμοί αίματος. Οι πρωταρχικές μου συγκινήσεις είναι εντυπωσιακά διαφορετικές από μένα. Δεν υπάρχει μέρα που να μην ακούσω ένα λαϊκό τραγούδι, δεν υπάρχει μέρα που να μην ακούσω ένα κλασικό τραγούδι. Κάποτε αυτή η σύγκρουση μου έδενε τα χέρια. Τώρα αφήνω και τις δύο στιγμές μου να υπάρχουν, όπως αφήνω την καρδιά μου να χτυπάει. Δεν επέλεξα καμία από τις δύο παρόλα αυτά, με συγκινούν και μου κοστίζουν εξίσου. Νόμιζα πως αν κρατηθώ πάνω σε μια σανίδα σωτηρίας θα γλίτωνα από την σαπίλα της λαϊκής δεξιάς. Σαν να ζητάς από κάποιον να σε σώσει με λίγα λόγια, που και να το κάνει δε θα είναι για καλό. Σαν τους αγόραρους που στην πλειοψηφία τους σου λένε Θα σου δώσω έναν ωκεανό, αρκεί να μη μου ζητήσεις ούτε μία σταγόνα. Ποιος θέλει να ζήσει σαν ενήλικο μωρό παρόλα αυτά, όταν μπορεί να είναι υποκείμενο της επιθυμίας; Θέλω να πω πως τώρα είμαι κομμάτι του ωκεανού, δεν ξέρω πώς νόμιζα πως μπορεί κανείς να τον προσφέρει σαν να είναι η πηγή του κόσμου, σαν να μην ανήκει σ αυτόν. Δηλαδή ξέρω, αλλά δεν έχει πια σημασία η θεωρία όταν μιλάμε για τη ζωή.  
-Μίλησέ μου για σένα.
-Τι θες να μάθεις; Ξέρεις πώς με λένε, πού μένω και πού δουλεύω.
-Ξέρω όσα και η αστυνομία δηλαδή.
-Γιατί δεν κοιμήθηκες εδώ;
-Γιατί άρχισαν όλα να μου θυμίζουν κάτι. Το σώμα σου τα βράδια, η αγκαλιά ενός αγνώστου που ήθελε να του χαϊδεύω την πλάτη για να κοιμηθεί. Θα μπορούσες να είσαι οποιοσδήποτε κι όμως έμοιαζες τόσο οικείος. Σαν να μην είναι τόσο μεγαλειώδης η εγγύτητα. Μου πήρε δυο βράδια να το καταπιώ, αλλά τώρα όλα καλά.
-Δεν καταλαβαίνω.
-Δεν έχει σημασία. Πάμε για φαγητό; Άλλος ένα μπακαλιάρος είναι εφικτός.
-Πρέπει να πληρώσω τους λογαριασμούς για το καινούριο σπίτι πριν πάω στη δουλειά. Θα τα πούμε το βράδυ.
-Ναι βέβαια, το βράδυ. Θα περάσω απ το πινκ μπαρ. Έλα από κει αν θες.
-Δεν πρέπει να πηγαίνεις μόνη σου εκεί.
-Σωστά. Επίσης, δεν θα ’πρεπε να έρθω να μείνω στο σπίτι ενός τυχάρπαστου Πορτογάλου που ήξερα πέντε ώρες όλο κι όλο. Αλλά ξέχασα το manual των πρέπει και δεν πρέπει στο σπίτι μου.
-Πολύ αστείο.
-Για κάποιο λόγο μου φαίνεται το πιο ασφαλές μέρος. Είναι γεμάτο σεξουαλικούς υπαινιγμούς και φετιχιστικά σύμβολα. Μου φαίνεται αστείο κάποιος να προσπαθήσει να μου την πέσει σ αυτό τον wanna be ναό της ακολασίας. Επίσης, πόσο απροκάλυπτο. Η πορνεία του δρόμου έγινε sex shop μέσα σε ένα trendy bar. Διασκεδάζω σου λέω.
-Καλά. Πήγες στη Σίντρα;
-Α, ναι. Κρύωσα πολύ, δεν ήμουν προετοιμασμένη για τόση φύση σε τέτοιο υψόμετρο. Φαίνονται πολύ κινηματογραφικά τα μέγαρα μες στα δέντρα και την ομίχλη. Ανέβηκα στο κάστρο και κοίταξα τη Λισσαβώνα από ψηλά. Στη συνέχεια πήγα στο Quinta da Regaleira, κάτι μου θύμιζε το όνομα του Luigi Manini, τέλος πάντων μάλλον ατυχώς κάτι γοτθικό. Στην προσπάθειά μου να ακούσω το ανάλογο σάουντρακ πίσω απ’ τις εικόνες, όπως συνηθίζω, άκουγα Elend στη φαντασία μου όταν ξαφνικά άκουσα Bach στην πραγματικότητα. Όπως λέμε, ευτυχώς που υπάρχει και η πραγματικότητα για να με γλιτώνει από τη φαντασία μου. Πλησίασα το δωμάτιο των ήχων και είδα δύο μουσικούς να παίζουν πιάνο και φλάουτο. Έμεινα εκεί γύρω στη μία ώρα. Έχω τόσο πολύ ζήσει το σώμα αυτές τις μέρες, που είχα κατάφωρη ανάγκη από λίγη πνευματική τροφή.
-Πάω στη δουλειά.
Το μεγαλύτερο μέρος της μέρας που ήμουν μόνη μου το πέρναγα στο ποτάμι. Το ποτάμι είναι δίπλα στον ωκεανό. Όλες οι μεταφορές για τη θάλασσα είναι σαν να εκβάλουν από τις κοίτες της Πορτογαλίας. Στη Λισσαβώνα ήταν το πρώτο ταξίδι του μπαμπά. Από εκείνο το σταθμό έκανε κι άλλα ταξίδια, σχεδόν όσα επαγγέλματα άλλαξε σε όλη του τη ζωή. Στην Ιαπωνία, το Ρίο, το Κέηπ Τάουν. Θυμάμαι τις φωτογραφίες από μικρή, μου δημιούργησαν ένα παράθυρο στον κόσμο. Δεν είχα ιδέα βέβαια για τις ψυχολογικές μεταπτώσεις που δημιουργούσαν αυτές οι μετακινήσεις. Στο ποτάμι έπινα καφέ και διάβαζα τις ελλειπτικές ιστορίες του Patrick Modiano, χωρίς μεγάλη ικανοποίηση για την ανάγνωση, καθώς από τότε που διάβασα τους Δύσκολους έρωτες του Καλβίνο η έλλειψη ήταν αυτή η ζωή από την οποία προσπαθούσα να ξεφύγω. Μπορούσα για ώρες να κοιτάζω τη θέα με τη γέφυρα, την απέναντι όχθη και το τρομακτικό άγαλμα του Χριστού. Μετά πήγαινα στα μουσεία για να δω όλες τις εκθέσεις μοντέρνας τέχνης που συνέβαιναν κατά την παραμονή μου. Ο Pedro μου είχε συστήσει και το κλασικό μουσείο που ήταν κοντά στο σπίτι, αλλά εγώ του εξήγησα πως η κλασική εποχή με απωθεί, πρώτον γιατί σ αυτό το έδαφος έχει θεμελιωθεί όλος ο ελληνικός εθνικισμός και δεύτερον γιατί η κλασική φόρμα μου φαίνεται τόσο αυστηρή που δεν αντέχω να αναπνεύσω. Σε κάθε περίπτωση δε μου προσφέρει καμία απόλαυση. Η σύγχρονη τέχνη έχει βέβαια πολλές πλευρές κι ούτε είμαι τόσο σχετική πια. Αν δεν είναι όμως απολύτως ειρωνική και αυτοαναφορική έχει μια συνάφεια με την ανεπιτυχή συνάντηση με το πραγματικό, οπότε αφήνει ένα περιθώριο στην ψυχή μου ν εναποθέσει το πλεόνασμα της εμπειρίας πάνω στο έργο. Οι μοντέρνοι με συγκινούν πολύ. Είχα αντιστάσεις σε μεγάλο βαθμό, γιατί οι κριτικές του ανδρικού βλέμματος δεν είχαν ενσωματωθεί ακόμα και μέχρι να συμβούν όλα όσα χρειάστηκαν για την απελευθέρωση της επιθυμίας μου το γεγονός ότι η ανακάλυψη του ασυνειδήτου ήταν μονομερής δε μου επέτρεπε την απαραίτητη σύνδεση. Τώρα όμως σε μία έκθεση Πορτογάλων σουρεαλιστών ένιωσα το πάθος της ροής να με καίει όπως οι καύλες τη νύχτα. Η τέχνη έχει γίνει ένα με την εμπειρία με λίγα λόγια. Σε ένα δωμάτιο μάλιστα ένας συνδυασμός βίντεο από πυρκαγιές σε περιτριγύριζε και κάπως έτσι ήμουν κι εγώ, ο εφιάλτης πόθος και ο πόθος εφιάλτης κι εγώ ανάμεσά τους χωρίς φόβο, χωρίς πόνο.
    Όταν έφευγα από τα μουσεία πήγαινα στα μπαρς. Στο πινκ μπαρ πήγαινα πάντα μόνη μου γιατί μου άρεσε η έκθεση στον εφηβικό κόσμο του συμβολισμού. Ένιωθα ατρόμητη ανάμεσα σε τόση ελευθερία που δεν είχε σχέση με αυτήν και παίζοντας ένα παιχνίδι του οποίου οι κανόνες ήταν εναντίον μου, χωρίς κανείς να τους αναφέρει, κι όμως τους είχα υπερβεί, γιατί δεν πίστεψα ποτέ πως δεν υπήρξαν. Οι επόμενες στάσεις ήταν το μπαρ ενός βίγκαν βραζιλιάνου που θεώρησε πως η υποκουλτούρα εντυπωσιάζει εξ ορισμού, αλλά δεν του βγήκε σε καλό γιατί προέκυψα σχετικά ενημερωμένη και απολύτως απρόθυμη να επιβεβαιώσω οποιαδήποτε προσωπική στάση ζωής εξωτερικεύεται χωρίς λόγο. Το τελευταίο μέρος ήταν το αγαπημένο μου, καθώς το πρώτο βράδυ της ρομαντικής κομεντί που κατέληξε πορνό όπως είναι λογικό γιατί όλα τα άλλα είναι ωραία επειδή απλά είναι παραμυθένια, το πέρασα σε αυτό. Ήταν ένα τζαζ μπαρ και είχε συχνά λέιβ μπάντες με κοντραμπάσο, ντραμς, πιάνο και τα λοιπά. Έπαιρνα ένα ποτό και άκουγα τη μουσική περιμένοντας τον Guilherme ή κρατώντας τα προσχήματα ότι τον περίμενα. Στην πραγματικότητα προς το τέλος της βδομάδας είχα αποστασιοποιηθεί ιδιαιτέρως. Απολάμβανα βέβαια θεαματικά αυτή την αποστασιοποίηση για την οποία δεν ήμουν ποτέ ξανά ικανή. Κι όπως είπα εστίαζα στο κίνητρο όλου του ταξιδιού, την καύλα, το προσκύνημα στη σεξουαλικότητα, τη δικιά μου, του άλλου και του ενδιάμεσου χάσματος, δηλαδή του τραύματος.
Η ζωή, το κίνητρο για την απόλαυση του παρόντος, βρίσκεται ανάμεσα σε αυτό το εκκρεμές μεταξύ καύλας και τραύματος. Θέλω να πω πως η καύλα είναι η άλλη όψη του τραύματος. Είναι εξίσου κενή αλλά και τόσο ισχυρή, που χρειάζεται να επινοήσεις μια ιστορία για να πατήσεις σε αυτό το ανύπαρκτο έδαφος. Συνήθως πατάμε στις επινοημένες ιστορίες των άλλων και ζούμε τις αναμενόμενες ζωές. Βρίσκεις την επιθυμία μόνο διασχίζοντας το τραύμα. Θεραπεύεσαι εντοπίζοντας την επιθυμία.
Όταν απολαμβάνω δε γράφω ποτέ, όταν γράφω είμαι πάντα λυπημένη. Κι αν δεν είμαι γίνομαι. Ήθελα να γράψω για την απόλαυση και η γραφή με δένει σαν επιθυμία που δεν αντέχω, με εγκαταλείπει σαν κραυγή που δεν βρήκε αποδέκτη.