Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2014

Η άρρωστη κούκλα


Έξω το σταχτί φως πραγμάτων σαν πράγματα πεθαμένα σε λιμνασμένα νερά.
Λέει ο Φώκνερ, εγώ ποτέ δεν ήμουν καλή στις περιγραφές. Πρέπει να γράψω όμως, σήμερα ξύπνησα με έναν πονοκέφαλο, να συντηρήσω τον καυστήρα, κάνει κρύο, να βάλω πετρέλαιο, δεν έχω λεφτά, θα ζητήσω από τον πατέρα, θα του πω πως θα του τα επιστρέψω, πρέπει να γράψω όμως γιατί διαφορετικά θα συντηρώ καυστήρες, θα πληρώνω τη ΔΕΗ, αλλά θα αλλάζει ο καιρός και ποιος θα πει πως το σταχτί φως του Φώκνερ έμοιαζε με τη μέρα μου;
Κρύα όμορφη μέρα.
Τηλεφώνησα στον κουρδιστή του πιάνου. Μια τέτοια μέρα θα μπορούσα να φροντίσω το πιάνο. Όποτε αλλάζει ο καιρός, λέει, μεταβάλλεται κι αυτό και μετά προσαρμόζεται στις νέες συνθήκες. Εγώ δεν είμαι πολύ καλή στις αλλαγές κι αυτός είναι άλλος ένας λόγος για να δω τον Άλκη που κουρδίζει το πιάνο. Ο Άλκης έρχεται πάντα με συνοδεία του έναν σκύλο γιατί ο ίδιος δε βλέπει. Φτάνει με ταξί στην είσοδο της πολυκατοικίας και αρχίζει να φωνάζει γιατί ξέρει πως περιμένω να τον δω από το μπαλκόνι και να κατέβω να του ανοίξω. «Κανείς δεν παίζει μουσική σ’ αυτόν τον δρόμο;» φωνάζει ο Άλκης κι εγώ του κάνω πάντα «σςςςς» και γελώ γιατί στην πραγματικότητα θέλω να ακούσω τη ζεστή φωνή του, είναι τόσο όμορφη η φωνή του, μοιάζει μ’ εκείνον τον ηθοποιό που έκανε τον μπαρμπαστρουμφ, τον είχα δει κάποτε στο θέατρο, στις δύσκολες νύχτες της Μέλπως Αξιώτη ίσως να ήταν, δε θυμάμαι εδώ που τα λέμε καλά, μπορεί στις δύσκολες νύχτες να μην παίζει κάποιος άντρας, εγώ όμως συνδυάζω δύο αναμνήσεις μέσα μου κι ας ταράζεται η αλήθεια.. Ο Άλκης έρχεται με τον Ναδίρ, τον σκύλο που τον συνοδεύει και είναι αχώριστοι οι δυο τους. Του έδωσε αυτό το όνομα για να θυμάται το σημείο ναδίρ της ζωής του, το σημείο στο οποίο η ίδια του η ύπαρξη κρεμιόταν από μια κλωστή, ξέρω ξέρω, είχα πει.
«Θα μου παίξεις πιάνο;»
«Ξέρεις πως δεν παίζω τίποτα σπουδαίο και κυρίως πως δεν παίζω ποτέ μπροστά σε άλλους»
«Δε θα παίξεις για έναν τυφλό γέρο; Μα την οργή αθεόφοβη!, μου λέει κι εγώ γελώντας πάλι του χαϊδεύω τρυφερά το μάγουλο και λέω:
«Ο Μπαλζάκ είχε γράψει αυτό το μυθιστόρημα. Ήταν ένας ζωγράφος που δημιουργούσε μόνο γι αυτόν, ζωγράφιζε όλη μέρα το άγνωστο αριστούργημα. Τι νόημα έχει θα αναρωτηθεί κανείς μαζί με τον Μπαλζάκ; Αναρωτιέμαι κι εγώ από τότε που ξεκίνησαν όλα αυτά, όταν προσπαθούσα να ξεχωρίσω την αγάπη από τα βλέμματα των άλλων. Δεν ξέρω να σου πω αλήθεια, μάλλον ξέρω πολύ καλά πως έχει ένα νόημα που δεν μεταδίδεται. Μόνο για χάρη σου και για την αγάπη που μάλλον στερήθηκε ο άγνωστος ζωγράφος του Μπαλζάκ, θα σου παίξω την άρρωστη κούκλα του Τσαϊκόφσκι».
..Έπαιζα και ένιωθα τον Άλκη κοντά μου, όμως το μυαλό μου βρισκόταν στο σκοτεινό Λαύριο που επισκέφτηκα τρεις μέρες πριν, στην οικογένεια που είναι μάλλον Πομάκοι, μάλλον Ρομά, «πώς ορίζεις τον εαυτό σου;» ρώταγε και ξαναρώταγε η συνάδελφος και μας δείχναν ελληνικές ταυτότητες, μουσουλμάνοι λέγαν, έλληνες λέγαν, τούρκοι, ωραία ήταν αυτά τα μπερδέματα. Ο Αχμέτ είναι άρρωστος πια, περιμένει τη σύνταξη αναπηρίας, έκανε λάθη η γραφειοκρατία κι ακόμα δεν έχει πάρει και δεν μπορεί να πληρώσει το νοίκι και φοβάται πως θα τους διώξουν, μόνο με το επίδομα πολυτέκνων ζουν και οι στεναχώριες, πολλές στεναχώριες, όταν αρρώστησε ο πατέρας του έπαιρνε κάθε βράδυ τηλέφωνο, ξημέρωμα στις 5, να του θυμίσει το χάπι, πέθανε ο μπαμπάς κι η μάνα του σκληρή, καρδιά σαν πέτρα, ένα πιάτο φαί δε δίνει στα παιδιά, πολλά παιδιά, που πεινάνε.
Έφυγα βράδυ, είχα βραχεί και περίμενα στο κτελ Λαυρίου, μόνη, φύσαγε ο αέρας, κι εγώ ένιωθα πόνο, εγώ που τώρα δεν έχω τίποτα για να λυπάμαι, αλλά αν δεν είμαι εγώ θα είναι ο άλλος, άδικα φαντασιώθηκα την ευτυχία σκέφτηκα, να επεξεργαστείς το τραύμα σημαίνει να νιώθεις τον πόνο του άλλου..  
Η άρρωστη καρδιά του Αχμέτ, τα μάτια του Άλκη.. το σώμα μου είναι χίλια κομμάτια..
Λάθος ήταν το ερώτημα της ευτυχίας έτσι κι αλλιώς.