Σάββατο 10 Δεκεμβρίου 2011

Giorgio Agamben, Απομεινάρια του Άουσβιτς, 1.5 – 1.6


1.5
Αν αυτό είναι αλήθεια – και ο επιζών ξέρει ότι είναι αλήθεια- τότε είναι πιθανό ότι οι δίκες (οι δώδεκα δίκες στη Νυρεμβέργη, και οι άλλες που έλαβαν χώρα μέσα και έξω από τα γερμανικά σύνορα, συμπεριλαμβανομένων αυτών στην Ιερουσαλήμ το 1961 που έληξαν με τον απαγχονισμό του Eichmann) είναι υπεύθυνες για την εννοιολογική σύγχυση που, για δεκαετίες, έκαναν αδύνατο να σκεφτεί κανείς μέσω του Άουσβιτς. Ανεξάρτητα από την αναγκαιότητα που είχαν οι δίκες και ανεξάρτητα από την προφανή τους αναποτελεσματικότητα (περιέλαβαν μόνο κάποιες εκατοντάδες ανθρώπους), βοήθησαν να κάνουν γνωστή την ιδέα ότι το πρόβλημα του Άουσβιτς είχε υπερβαθεί. Οι κρίσεις είχαν περάσει, οι αποδείξεις της ενοχής είχαν αναμφίβολα επαληθευτεί. Με την εξαίρεση κάποιων περιστασιακών στιγμών διαύγειας, χρειάστηκε σχεδόν μισός αιώνας για να γίνει κατανοητό ότι ο νόμος δεν εξαντλούσε το πρόβλημα. Απεναντίας, το ίδιο το πρόβλημα ήταν τόσο μεγάλο που αμφισβητούσε τον ίδιο το νόμο, σύροντάς τον στα ίδια του τα ερείπια.
Η σύγχυση μεταξύ νόμου και ηθικής και μεταξύ θεολογίας και νόμου είχε επιφανή θύματα. O Hans Joas, ο φιλόσοφος και μαθητής του Heidegger, που ειδικεύτηκε σε ζητήματα ηθικής, είναι ένας από αυτούς. Το 1984, όταν παρέλαβε το βραβείο Lucas στο Tubingen, μίλησε για το ζήτημα του Άουσβιτς προετοιμάζοντας μια νέα θεοδικία, ρωτώντας πώς ήταν δυνατό για το θεό να ανεχτεί το Άουσβιτς. Η θεοδικία είναι μια δίκη που επιχειρεί να εγκαταστήσει την ευθύνη, όχι των ανθρώπων, αλλά του θεού. Όπως όλες οι θεοδικίες, έτσι κι αυτή του Jonas καταλήγει σε μια αθώωση. Η αιτιολόγηση για αυτή την ποινή είναι κάτι σαν: ‘Ο απεριόριστος θεός απογύμνωσε απολύτως τον εαυτό του από την παντοδυναμία του. Δημιουργώντας τον κόσμο, ο θεός του έδωσε τη μοίρα του και έγινε αδύναμος. Έτσι, έχοντας αδειάσει τελείως τον εαυτό του στον κόσμο, δεν έχει πια τίποτα άλλο να μας προσφέρει. Είναι τώρα η σειρά του ανθρώπου να δώσει. Ο άνθρωπος μπορεί να το κάνει αυτό με το να φροντίσει, ώστε να μη συμβεί ποτέ, ή να συμβαίνει σπάνια, να μετανιώνει ο θεός την απόφασή του να αφήσει τον κόσμο να υπάρχει’.
Το συμβιβαστικό κακό κάθε θεοδικίας είναι απολύτως σαφές εδώ. Όχι μόνο δεν μας λέει τίποτα η θεοδικία για το Άουσβιτς, ή για τα θύματα και τους εκτελεστές. Δεν καταφέρνει καν να αποφύγει το ευτυχές τέλος. Πίσω από την ανημπόρια του θεού αρχίζει να φαίνεται η ανημπόρια των ανθρώπων, που συνεχίζουν να ικετεύουν ‘Ας μη γίνει αυτό ποτέ ξανά!’ όταν είναι σαφές ότι ‘αυτό’ είναι, ήδη, από τώρα, παντού.

1.6
Η έννοια της υπευθυνότητας είναι επίσης αθεράπευτα επηρεασμένη από το νόμο. Όποιος προσπάθησε να τη χρησιμοποιήσει έξω από τη δικαϊκή σφαίρα το ξέρει. Παρόλα αυτά, η ηθική, η πολιτική, και η θρησκεία μπόρεσαν να ορίσουν τους εαυτούς τους μόνο αδράχνοντας έδαφος από τη δικαϊκή υπευθυνότητα- όχι προκειμένου να υποθέσουν ένα άλλο είδος υπευθυνότητας, αλλά για να αρθρώσουν ζώνες μη-υπευθυνότητας. Αυτό δε σημαίνει, φυσικά, ατιμωρησία. Απεναντίας, σηματοδοτεί- τουλάχιστον για την ηθική- την αντιπαράθεση με μια υπευθυνότητα που είναι απείρως μεγαλύτερη από ό, τι θα μπορούσαμε ποτέ να υποθέσουμε. Μπορούμε, τουλάχιστον, να είμαστε πιστοί σε αυτό, να υποθέσουμε την απλότητά της.
Η πρωτοφανής ανακάλυψη που έγινε στο Άουσβιτς από τον Levi αφορά μια περιοχή που είναι ανεξάρτητη από κάθε εγκαθίδρυση υπευθυνότητας, μια περιοχή στην οποία ο Levi κατάφερε να απομονώσει κάτι σαν ένα νέο ηθικό στοιχείο. Ο Levi το αποκαλεί ‘γκρίζα ζώνη’. Είναι η ζώνη στην οποία ‘η μακρά αλυσίδα της σύνδεσης μεταξύ θύματος και εκτελεστή’ χαλαρώνει, όπου ο καταπιεσμένος γίνεται καταπιεστής και ο εκτελεστής με τη σειρά του εμφανίζεται σαν θύμα. Μια γκρίζα, αδιάκοπη αλχημεία, στην οποία το καλό και το κακό και, μαζί με αυτά, όλα τα μέταλλα της παραδοσιακής ηθικής αγγίζουν το σημείο της σύντηξής τους.
Αυτό που έχει σημασία εδώ, παρόλα αυτά, είναι η ζώνη της ανευθυνότητας και η impotentia judicanti (αδυναμία κρίσης) (Levi 1989: 60) που τοποθετείται όχι πέρα από το καλό και το κακό, αλλά, για να το πούμε έτσι, πριν από αυτά. Με μια χειρονομία που είναι συμμετρικά αντίθετη από αυτή του Nietzsche, o Levi τοποθετεί την ηθική πριν από το πεδίο στο οποίο είμαστε συνηθισμένοι να την σκεφτόμαστε. Και, χωρίς να είμαστε ικανοί να πούμε γιατί, αισθανόμαστε ότι αυτό το πριν είναι πιο σημαντικό από οποιοδήποτε πέραν – ότι ο υπάνθρωπος πρέπει να μας αφορά πιο πολύ από τον υπεράνθρωπο. Αυτή η άσημη ζώνη της ανευθυνότητας είναι ο Πρώτος Κύκλος μας, από την οποία καμία ομολογία υπευθυνότητας δε θα μας μετακινήσει και στην οποία ό, τι εκστομίζεται, λεπτό το λεπτό, είναι ‘η τρομακτική, ανείπωτη, αδιανόητη κοινοτοπία του κακού’ (Arendt 1992: 252). 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου