Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2011

Giorgio Agamben- Απομεινάρια του Άουσβιτς, 1.8


Η απόλυτη φιγούρα της  ‘γκρίζας ζώνης’ είναι η Sondercommando.  Τα SS χρησιμοποιούσαν τον ευφημισμό ‘ειδική ομάδα’ για να ανφερθούν σε αυτή την ομάδα των εκτοπισμένων που ήταν υπεύθυνοι για τη διαχείριση των θαλάμων αερίων και των κρεματορίων. Δουλειά τους ήταν να οδηγήσουν στο θάνατο από τους θαλάμους αερίων τους γυμνούς κρατούμενους και να διατηρούν τη σειρά μεταξύ τους. Μετά έπρεπε να σύρουν έξω τα πτώματα, που είχαν γίνει ροζ και πράσινα από κυανικό οξύ και να τα πλύνουν με νερό. Να εξασφαλίσουν ότι δεν υπήρχαν πολύτιμα αντικείμενα κρυμμένα στα ανοίγματα των σωμάτων. Να βγάλουν τα χρυσά δόντια από τα στόματα των πτωμάτων, να κόψουν τα μαλλιά των γυναικών και να τα πλύνουν με χλωριούχο αμμωνία, να φέρουν τα πτώματα στα κρεματόρια και να επιβλέπουν την αποτέφρωσή τους. Τέλος, να αδειάσουν τους φούρνους από τη στάχτη που απέμενε. Ο Levi γράφει:
Σχετικά με αυτές τις ομάδες κυκλοφορούσαν ακαθόριστες και διάσπαρτες φήμες ήδη μεταξύ μας κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού μας και επιβεβαιώθηκαν αργότερα.. Αλλά ο περίπλοκος τρόμος σχετικά με αυτή την ανθρώπινη κατάσταση έχει επιβάλει ένα είδος υπολείμματος σε όλη τη μαρτυρία, ώστε ακόμα και σήμερα να είναι δύσκολο να φανταστούμε μια εικόνα σχετικά με το τι σήμαινε να είσαι αναγκασμένος να κάνεις αυτή τη δουλειά για μήνες.. Ένας από αυτούς δήλωσε: ‘Αν κάνεις αυτή τη δουλειά ή θα τρελαθείς την πρώτη μέρα ή θα συνηθίσεις’. Και κάποιος άλλος επίσης: ‘Θα μπορούσα να αυτοκτονήσω ή να σκοτωθώ. Αλλά ήθελα να επιβιώσω, να εκδικηθώ και να δώσω μαρτυρία. Δεν θα ’πρεπε να σκέφτεστε ότι είμαστε τέρατα. Είμαστε όπως εσείς, μόνο πολύ πιο δυστυχείς’.. Δεν μπορεί κανείς να περιμένει από ανθρώπους που δοκίμασαν τέτοια φτώχεια, μια μαρτυρία με τη δικαϊκή έννοια, αλλά κάτι που είναι ταυτόχρονα θρήνος, κατάρα, εξιλέωση, μια προσπάθεια να δικαιολογήσει κανείς και να αποκαταστήσει τον εαυτό του.. Η σύλληψη και η οργάνωση των ομάδων αυτών υπήρξε το πιο δαιμονικό έγκλημα του Εθνικού Σοσιαλισμού. (Levi, 1989: 52-3).
Και τότε ο Levi θυμάται ότι ένας μάρτυρας, ο Miklos Nyszli, ένας από τους λίγους που επιβίωσαν από την τελευταία ‘ειδική ομάδα’ του Auschwitz, αφηγούνταν ότι κατά τη διάρκεια ενός διαλείμματος στη δουλειά πήρε μέρος σε έναν αγώνα soccer ανάμεσα στους SS και τις ‘ειδικές ομάδες’.  ‘Διάφοροι από τους SS και την ομάδα ήταν παρόντες στον αγώνα. Παίρναν θέση, στοιχημάτιζαν, χειροκροτούσαν, διήγειραν τους παίκτες, σαν να λάμβανε χώρα το παιχνίδι στο γήπεδο του χωριού και όχι στις πύλες της κολάσεως’ (Levi 1989: 55).
Αυτό το παιχνίδι θα μπορούσε να το περιγράψει κανείς σαν ένα σύντομο διάλλειμα ανθρωπινότητας στη μέση ενός ατελείωτου τρόμου. Εγώ, όπως και οι μάρτυρες, βλέπουμε το παιχνίδι, αυτή τη στιγμή κανονικότητας, σαν την αληθινή φρίκη του στρατοπέδου. Γιατί, μπορούμε, ίσως, να φανταστούμε ότι οι σφαγές έχουν τελειώσει- ακόμα κι αν επαναλαμβάνονται εδώ κι εκεί, όχι τόσο μακριά από μας. Αλλά αυτό το παιχνίδι δεν τελειώνει ποτέ. Συνεχίζει αδιάκοπα. Είναι το τέλειο και αιώνιο σύμβολο της ‘γκρίζας ζώνης’, που συμβαίνει παντού και πάντοτε. Από εδώ προκύπτει η αγωνία και η ντροπή των επιζώντων, ‘Η αγωνία που υπάρχει στον καθένα από ένα ερημωμένο και άδειο σύμπαν συντετριμμένο κάτω από το πνεύμα του θεού, αλλά από το οποίο το οποίο το πνεύμα του θεού απουσιάζει: δεν έχει γεννηθεί ακόμα ή είναι ήδη εξαφανισμένο’ (Levi 1989: 85). Αλλά, η δική μας ντροπή, η ντροπή αυτών που δεν ξέρουν τα στρατόπεδα και παρόλα αυτά, χωρίς να ξέρουν πώς, είναι θεατές αυτού του αγώνα, που επαναλαμβάνει τον εαυτό του σε κάθε αγώνα στα στάδιά μας, στις τηλεοράσεις μας, στην κανονικότητα της καθημερινής ζωής. Αν δεν επιτύχουμε στο να κατανοήσουμε τον αγώνα, αν δεν τον σταματήσουμε, δεν θα υπάρξει ελπίδα. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου