1.3
Στα λατινικά υπάρχουν δυο λέξεις για τον ‘μάρτυρα’. Η πρώτη λέξη, testis, από την οποία προέρχεται η λέξη ‘testimony’ (μαρτυρία), ετυμολογικά σηματοδοτεί το άτομο που, σε μία δίκη ανάμεσα σε δύο ανταγωνιζόμενα μέρη, είναι στη θέση του τρίτου (*terstis). Η δεύτερη λέξη, superstes, χαρακτηρίζει ένα άτομο που έχει επιβιώσει από κάτι, που έχει ζήσει ένα συμβάν από την αρχή μέχρι το τέλος και μπορεί, κατά συνέπεια, να δώσει τη μαρτυρία του γι΄ αυτό. Είναι προφανές ότι ο Levi δε βρίσκεται στη θέση ενός τρίτου. Είναι επιζών [superstite], με όλη τη σημασία της λέξης. Αλλά αυτό σημαίνει, επίσης, ότι η μαρτυρία του δεν έχει τίποτα να κάνει με την κατάθεση των γεγονότων για μια δίκη (δεν είναι αρκετά ουδέτερος γι’ αυτό, δεν είναι ένας testis). Σε τελική ανάλυση, δεν είναι η κρίση που τον ενδιαφέρει, πόσο μάλλον η συγχώρεση. ‘Δεν εμφανίζομαι ποτέ σαν κριτής. Δεν έχω την αρμοδιότητα να αποδώσω συγχώρεση.. δεν έχω εξουσία’(ό.π: 77, 236). Για την ακρίβεια, φαίνεται ότι το μόνο πράγμα που τον ενδιαφέρει είναι αυτό που καθιστά την κρίση αδύνατη: η γκρίζα ζώνη στην οποία τα θύματα γίνονται εκτελεστές και οι εκτελεστές θύματα. Σχετικά με αυτό, περισσότερο από ό, τι σε οτιδήποτε άλλο, βρίσκονται σε συμφωνία όλοι οι επιζώντες: ‘Καμιά ομάδα δεν ήταν περισσότερο ανθρώπινη από κάποια άλλη’(ό.π: 232). ‘Θύμα και εκτελεστής είναι ισότιμα επαίσχυντοι. Το μάθημα των στρατοπέδων είναι η αδερφότητα σε διωγμό’ (Rousset, cf. Levi 1997: 216).
Όχι ότι μια κρίση δεν μπορεί ή δεν πρέπει να γίνει. ‘Αν είχα τον Eichmann μπροστά μου, θα τον είχα καταδικάσει σε θάνατο’(ό.π: 144). ‘Από τη στιγμή που διέπραξαν εγκλήματα, πρέπει να πληρώσουν’(ό.π: 236). Το αποφασιστικό σημείο είναι απλά ότι τα δύο αυτά πράγματα δεν πρέπει να συγχέονται, δεν πρέπει να παίρνουμε ως δεδομένο ότι ο νόμος εξαντλεί το ζήτημα. Υπάρχει ένα μη δικαϊκό στοιχείο αλήθειας, σύμφωνα με το οποίο τα γεγονότα δεν ανάγονται στο νόμο. Είναι ακριβώς αυτό που ενδιαφέρει τον επιζώντα: οτιδήποτε τοποθετεί την ανθρώπινη δράση πέραν του νόμου, αποσύροντάς την ριζικά από τη Δίκη. ‘Ο καθένας μας μπορεί να κριθεί, να καταδικαστεί και να τιμωρηθεί, χωρίς καν να γνωρίζει το γιατί’ (ό.π:75).
1.4
Ένα από τα πιο κοινότοπα λάθη – που δε γίνεται μόνο σε συζητήσεις σχετικά με το στρατόπεδο – είναι η λανθάνουσα σύγχυση ανάμεσα σε ηθικές και δικαϊκές κατηγορίες. (ή, χειρότερα, ανάμεσα σε δικαϊκές και θεολογικές κατηγορίες που δίνουν ώθηση σε μια νέα θεοδικία). Όλες σχεδόν οι κατηγορίες που χρησιμοποιούμε σε ηθικές και θρησκευτικές κρίσεις είναι κατά κάποιο τρόπο επηρεασμένες από το νόμο: ενοχή, υπευθυνότητα, αθωότητα, κρίση, συγχώρεση… Αυτό το κάνει δύσκολο να τις επικαλεστείς χωρίς την ανάλογη προσοχή. Όπως ξέρουν πολύ καλά οι νομικοί, ο νόμος δεν προσανατολίζεται στην εγκαθίδρυση της δικαιοσύνης. Αυτό φαίνεται χωρίς αμφιβολία από τη δύναμη της κρίσης που ακόμα και μια άδικη απόφαση επισύρει. Απώτερος σκοπός του νόμου είναι η παραγωγή ενός res judicata, όπου η καταδίκη λειτουργεί ως υποκατάστατο του αληθούς και δίκαιου, που διατηρείται ως αληθές ανεξάρτητα από το ψέμα και την αδικία του. Ο νόμος ησυχάζει σε αυτό το υβριδικό πλάσμα, για το οποίο είναι δύσκολο να πει κανείς αν είναι γεγονός ή κανόνας. Από τη στιγμή που ο νόμος παρήγαγε το res judicata του, δεν μπορεί να προχωρήσει παραπέρα. Το 1983, ο εκδοτικός οίκος Einaudi ζήτησε από τον Levi να μεταφράσει τη Δίκη του Κάφκα. Ατελείωτες ερμηνείες της Δίκης έχουν προσφερθεί. Κάποιες υπογραμμίζουν τον προφητικό πολιτικό χαρακτήρα της νουβέλας (η μοντέρνα γραφειοκρατία ως το απόλυτο κακό) ή τη θεολογική της διάσταση (το δικαστήριο ως ο άγνωστος Θεός) ή το βιογραφικό της νόημα (καταδίκη ως η αρρώστια από την οποία νόμιζε ο Κάφκα ότι υπέφερε). Σπάνια τονίζεται ότι το βιβλίο αυτό, στο οποίο ο νόμος εμφανίζεται μόνο στη μορφή μιας δίκης, περιλαμβάνει μια εμβριθή ενόραση σχετικά με τη φύση του νόμου, η οποία, σε αντίθεση με την κοινή πεποίθηση, δεν είναι τόσο κανόνας, όσο είναι κρίση και κατά συνέπεια δίκη. Αλλά, αν στην ουσία του νόμου, κάθε νόμου, είναι η δίκη, αν κάθε δικαίωμα (και η ηθική συμπεριφορά που έχει επηρεαστεί από αυτόν) είναι μόνο νομικό δικαίωμα, τότε η εκτέλεση και η παράβαση, η ενοχή και η αθωότητα, η υπακοή και η ανυπακοή γίνονται όλα αδιάκριτα και χάνουν τη σημασία τους. ‘Το δικαστήριο δε θέλει τίποτα από σένα. Σε καλωσορίζει όταν έρχεσαι, σε απαλλάσσει όταν φεύγεις’. Ο απώτερος σκοπός κάθε νομικής ρύθμισης είναι να παράγει κρίση. Αλλά η κρίση δε σκοπεύει ούτε στο να τιμωρήσει, ούτε στο να εκθειάσει, ούτε στο να εγκαταστήσει δικαιοσύνη, ούτε στο να αποδείξει την αλήθεια. Η κρίση είναι από μόνη της ο σκοπός και αυτό, έχει ειπωθεί, εγκαθιστά το μυστήριό της, το μυστήριο της δίκης.
Μια από τις συνέπειες που προκύπτει από αυτή την αυτοαναφορική φύση της κρίσης, και ο Sebastiano Satta, ένας μεγάλος ιταλός νομικός το έδειξε- είναι ότι η τιμωρία δεν ακολουθεί την απόφαση, αλλά η απόφαση είναι από μόνη της τιμωρία. ‘Θα μπορούσε να πει κανείς ότι όλη η τιμωρία βρίσκεται στην απόφαση, ότι η χαρακτηριστική δράση της τιμωρίας – φυλάκιση, εκτέλεση- έχει σημασία από τη στιγμή που είναι, για να το πούμε έτσι, η εκτέλεση της απόφασης’ (Satta 1994: 26). Αυτό σημαίνει επίσης ότι ‘η ποινή της αθώωσης είναι η ομολογία ενός δικαστικού λάθους’, ότι ‘όλοι κατά βάθος είναι αθώοι’, αλλά ότι το μόνο αληθινά αθώο άτομο ‘δεν είναι αυτό που αθωώθηκε, αλλά αυτό που πέρασε τη ζωή του χωρίς να υποστεί τη διαδικασία της κρίσης’(ό.π: 27).
κάπου μου τελειώνουν οι λέξεις με όλα αυτά.
ΑπάντησηΔιαγραφήέτσι κι αλλιώς, η γλώσσα δείχνει όσα δεν λέει.θα δεις.. και μετά οι λέξεις θα έχουν σημασία. θα παίρνουν την ευθύνη για όσα δεν περιγράφουν. και κάπως έτσι θα επιστρέψουν οι Άλλοι. θα δεις..
ΑπάντησηΔιαγραφή