Δευτέρα 28 Ιουλίου 2014

Το άγγιγμα της Terhi

                                                        Έψαξε. Τίποτα κάτω από τις λέξεις
                                                                                    Μανώλης Αναγνωστάκης
                                           
                                                                       Hold to the now, the here, through 
                                                                      which all future plunges to the past.

James Joyce

Η Terhi είχε φτάσει πρώτη στην αίθουσα, ήταν η μόνη που είχε έρθει πέρα από τους διοργανωτές της συνάντησης. Όταν μπήκα εγώ με κοίταξε με βλέμμα εξεταστικό και φιλικό ταυτόχρονα. Αφού με καλημέρισε με ρώτησε αν είχα πάει στην παμπ το προηγούμενο βράδυ. Της εξήγησα πως είχα περάσει γιατί μέχρι και την τελευταία στιγμή δεν μπορούσα να εντοπίσω την αίθουσα αυτού του δαιδαλώδους γοτθικού κτιρίου όπου θα γινόταν η συνάντηση. Συνεπώς προσπάθησα να εντοπίσω τους συμμετέχοντες για να τους ρωτήσω εκ του σύνεγγυς πού θα έπρεπε να βρίσκομαι αυτή την πρωινή ώρα. Δεν παρέμεινα, ωστόσο, γιατί ήμουν κατάκοπη από το ταξίδι και από τις ώρες που πέρασα διασχίζοντας με το σακίδιό μου το Δουβλίνο. Είχα πράγματι φτάσει γεμάτη δίψα για κείνους του δρόμους, καθώς τίποτα από τη σημερινή τουριστική τους εκμετάλλευση δε πτοούσε το φιλομαθές μου πνεύμα. Αντίθετα, κρατούσα τους Δουβλινέζους του Τζέημς Τζόυς, όπως την πρώτη φορά που διάβαζα τους ήρωες του να διασχίζουν τους ίδιους δρόμους που διέσχιζα τώρα κι εγώ, λες και μυστικά νήματα έδεναν αυτό το παρελθόν της πόλης με την ιστορία μου.  
Μου είπε πως και η ίδια δεν κοινωνικοποιήθηκε γιατί έφτασε πολύ αργά μέσα στην νύχτα. Έφτασε, ωστόσο, την ακριβή ώρα της συνάντησης σήμερα το πρωί, αλλά, όπως έδειχναν τα πράγματα, θα χρειαζόταν να περιμένει κι άλλο. Κατανοούσα απόλυτα την αγωνία της για την ασυνέπεια των συμμετεχόντων και σκέφτηκα να απαλύνω τη σιγανή ταραχή που με τον διακριτικό της τρόπο και με τις διευκρινιστικές ερωτήσεις για τις κινήσεις της υπόλοιπης ομάδας έδειχνε πως ένιωθε. Στην ελαφριά συζήτηση γνωριμίας που επέλεξα προκειμένου να αποσπάσω την προσοχή της από τον έλεγχο του χρόνου, παρατήρησα δύο στιγμές κατά τις οποίες το πρόσωπο της συνομιλήτριάς μου συσπάστηκε σε μια ένδειξη ενδιαφέροντος και συγκίνησης. Ήταν φαιδρό πως και για τις δύο αφορμές για τις οποίες το σώμα της μου έλεγε πιο πολλά από όσα μου επικοινωνούσε η ίδια με τη θέλησή της, ας πούμε για το απλό γεγονός πως προέρχομαι από την ελλάδα, πως είμαι ανθρωπολόγος, γι αυτές τις δύο πληροφορίες εγώ η ίδια, κάτω από άλλες συνθήκες δε θα έκανα κανένα λόγο. Και για την ίδια, παρόλα αυτά, οι ελάχιστες συσπάσεις της συγκίνησης που παρατήρησα, δεν ήταν απόρροια θαυμασμού ή ταύτισης, κάποιας ενθύμησης ενός εγώ που επιβεβαιώθηκε. Επρόκειτο ξεκάθαρα για αποτυπώσεις της μνήμης που καμιά φορά, διαπερνά σαν ηλεκτρικό ρεύμα το σώμα, όπως όταν περνάει κανείς το χέρι πάνω από μια παλιά πληγή και ριγεί, εκεί που κάποτε είχε πονέσει. Γιατί θα έλεγα πως η συγκίνηση της Terhi δεν εκδηλώθηκε δίχως κάποιο φόβο κι αυτή η πρόσμειξη των συναισθημάτων ήταν και σ’ εμένα τόσο οικεία, τόσο γνώριμη που αυθόρμητα μπήκα στη θέση της, ψάχνοντας, υποσυνείδητα προφανώς, σ’ εκείνη την «ξένη» πόλη ένα βίωμα να συναισθανθώ, να νιώσω, να γίνω άνθρωπος. Δε ρώτησα τίποτα, ωστόσο, εκείνη τη στιγμή πέρα από την ακαδημαϊκή της έρευνα που μ’ ενδιέφερε επίσης, καθώς η Terhi ασχολούνταν με τη μη-λεκτική επικοινωνία, ήταν εκπαιδεύτρια ταράνδων για ένα διάστημα που έζησε στα παγωμένα δάση μιας φινλανδικής επαρχίας. Τώρα μένει στην πόλη Ούλου, τη βορειότερη πόλη της Φινλανδίας που κατοικείται και τον Ιούλιο υποφέρει από την αφόρητη ζέστη του μικροκλίματος.
Η Terhi φαινόταν σαν να έχει άπειρες ιστορίες να πει. Κατά τη διάρκεια της συνάντησης συμμετείχε διαρκώς με κάποιες από αυτές, που όλες, παρατήρησα, αφορούσαν τον τρόπο, τους τρόπους, την ευαισθησία, την ευγένεια με τους οποίους όφειλε κανείς ή καμιά να προσεγγίζει τον άλλο. Και πάλι σκίρτησε μέσα μου ο αντίκτυπος όσων έλεγε, γιατί για μένα η προσέγγιση του άλλου και από τον άλλο είναι συναφής με τον προσέγγιση μιας πληγής, που ίσως χρειαστεί πριν την αγγίξεις να καθαρίσεις τη γύρω περιοχή, να την απολυμάνεις, να την φροντίσεις. Κάπως έτσι γίνεται σώμα η ψυχή, σκέφτηκα την ώρα που έλιωνε ό, τι ψυχρό είχα μέσα μου η ζεστασιά της Terhi. Θα έλεγες πως είχε μια ιστορία να πει για κάθε πρόταση που άρθρωνε ο καθένας μας, τόσο μεστή ζωή ζούσε καθώς αφηγούνταν πώς ψάρεψε ένα λούτσο πέντε κιλών το προηγούμενο βράδυ χωρίς δίχτυ, απλά κάνοντας το ψάρι να κουραστεί και να το φέρει προς το μέρος της στην ακτή, προσέχοντας, κατά τη διάρκεια αυτής της κουραστικής διαδικασίας, να μην σπάσει την πετονιά. Πώς μαγείρεψε το φιλέτο του με πατάτες στη φωτιά. Πώς πήγαινε στις συνεντεύξεις με καφέδες που συνήθως αγαπούν οι Φινλανδοί. Πώς έχει μάθει να μην ξέρει τίποτα. Φαντάστηκα τους ακαδημαϊκούς να αναρωτιούνται πώς προκύπτει τόση αμεσότητα, ποιες γραμμές να χαράξουν ανάμεσα σ’ αυτούς και τους άλλους, στην ακαδημία και τη ζωή, τη στιγμή που η Terhi απλά το έκανε, μιλούσε για τη ζωή, ζούσε για να λέει ιστορίες.
Όταν βγαίναμε από τις συναντήσεις, η Terhi δεν ακολουθούσε τις περιστάσεις κοινωνικοποίησης που στο πλαίσιο αυτών των προγραμμάτων ήταν ίσως πιο σημαντικές από τις ώρες της δουλειάς ή εξίσου σημαντικές με αυτές θα έλεγε κανείς. Αντίθετα αποσυρόταν σε κάποια δική της διευθέτηση του χρόνου. Εγώ δυσανασχετούσα γι’ αυτή της την επιλογή γιατί θα ήθελα πιο πολύ να τη συναναστραφώ. Και κυρίως γιατί θα ήθελα να αποκωδικοποιήσω το ενδιαφέρον που έστρεψε σε μένα και που δέσμευσε και το δικό μου ενδιαφέρον. Την τελευταία μέρα, λοιπόν, δώσαμε ραντεβού στην κεντρική πλατεία του Temple bar, μιας δουβλινέζικης συνοικίας, μετά από δική μου παράκληση. Εν μέσω σκόρπιων σκέψεων της είπα πως η μητέρα μου ζούσε για χρόνια στη σουηδία, αλλά εγώ δεν έμαθα ποτέ σουηδικά, αν και αγαπούσα τη σκανδιναβία για διάφορους αδιευκρίνιστους, υποσυνείδητους λόγους. Και η Terhi είχε ζήσει χρόνια στη στοκχόλμη, όπως μου είπε, οπότε ανταλλάξαμε εντυπώσεις από αυτή την πόλη την οποία είχα επισκεφτεί πολλές φορές, μα ποτέ για να ζήσω. Συζητήσαμε εκτενώς για την ομιλία και το σώμα, για την αίσθηση της αφής, για τις μεταφορικές και κυριολεκτικές σημασίες που διέπουν το άγγιγμα και τις οποίες ο βιολογικός αναγωγισμός συνέπτυξε σε μία και μόνη γλώσσα, αυτή της παρουσίας, δηλαδή της ζωής χωρίς συναίσθημα. Και μετά από αυτές τις συμφωνίες που η Terhi ζωντάνευε με αφηγήσεις από το αρκτικό κέντρο, τότε μου εκμυστηρεύτηκε πώς είχε ζήσει πέντε χρόνια με έναν έλληνα, πώς ήρθε στην ελλάδα για τον κώστα, πώς από τη στιγμή που είχε έρθει στην ελλάδα ο κώστας γινόταν σταδιακά ένας άλλος άνθρωπος και οι συμπεριφορές ελέγχου και εξουσιομανίας απωθούσαν την Terhi, χωρίς να είναι σε θέση να εξηγήσει πώς της είχε διαφύγει αυτή η δομή του αντρικού χαρακτήρα του, αν και ήταν νέα πολύ ακόμη και αυτός ήταν ένας λόγος για τον οποίο θα μπορούσε να δικαιολογηθεί και ξένη επίσης σ’ αυτό το ανοίκειο μέρος όπου κανένας δε θα τη βοηθούσε, κανένας δε θα την υπερασπιζόταν. Η Terhi αφηγούνταν πώς κατάφερε να φύγει πια από αυτή τη σχέση στην οποία είχε εμπλακεί με τρόπους που την απομάκρυναν από τον εαυτό της, πώς χρειάστηκε να καταστρώσει ένα ολόκληρο σχέδιο διαφυγής από τη χώρα, πώς τις τελευταίες στιγμές σε έναν από τους τσακωμούς, ο κώστας της έριξε καυτό λάδι στα χέρια κι η Terhi μου έδειξε τα σημάδια που θα είχε στο σώμα αν τώρα συνέβαινε αυτή η ιστορία, αν είχε πρόσφατα συμβεί κι εγώ έβλεπα τα σημάδια στην ψυχή και είπα ότι αυτή είναι η ιστορία όλων των ιστοριών της Terhi, η πηγή από την οποία αναβλύζουν νευρωμένες, με σφυγμό, με αίμα οι λέξεις της. Και της έδειξα τα δικά μου χέρια, τα σημάδια της μνήμης που διαθλούνταν στη θεσσαλονίκη και την αθήνα, τη στοκχόλμη, το δουβλίνο και το ούλου και γίνονταν σχεδιάσματα μιας γραφής αδέξιας ακόμα, μιας γραφής που λέει μια βιογραφία ασταθή, περιπλεγμένη, γεμάτη αδιέξοδα και σιωπές, που λέει πόσα χρόνια μου πήρε άλλα σημάδια να σβήσω, άλλα να ενώσω απλά και μόνο γι’ αυτή την αίσθηση, για να νιώσω το άγγιγμα της Terhi.









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου