Πώς άρχισαν όλα αυτά;
Όταν ήσουν μικρή είχες ένα
βιβλίο μυθολογίας και όλο επαναλάμβανε αυτή τη φράση. Σαν το κοράκι του πόε,
αλλά, όχι, εκείνο έλεγε την πιο θλιβερή έκφραση που έχεις ακούσει ποτέ, ποτέ
ποτέ ποτέ πια.
Τώρα το προτιμάς. Καμιά
φορά το προτιμάς.
Ποτέ πια.
Να πονάς τόσο που να νιώθεις ζωντανή.
Πώς όμως άρχισαν όλα αυτά;
Η αθήνα σφυρίζει αδιάφορα,
λες, σα να μην έχει περάσει ούτε μια μέρα από τότε που είχες πρωτοέρθει, σαν να
μη σε ξέρει.
Σε παρακαλώ σε παρακαλώ.
Νιώθεις τόσο φόβο σα να
μην έχεις φύγει ποτέ στη ζωή σου. Αν ήταν σάρκα η ζωή σου θα είχε γεμίσει
σημάδια.
Εσύ που όταν τρόμαζες, χάραζες
μια γραμμή από δω μέχρι όλα τα λιμάνια και κλείναν οι δρόμοι.
Ψάχνεις μία μία τις λέξεις
σαν να μην άκουσες ποτέ καμία, ούτε εκείνη:
α-γ-ά-π-η.
Α, την αγάπη λες.
Στο
βυθό των καρδιών, των θαλασσών.
Θυμάσαι,
όταν δούλευες στο θέατρο, έκοβες τα εισιτήρια, μέχρι να να κάνεις τους υπολογισμούς,
έμπαινες στην παράσταση για να παρακολουθήσεις λίγο από το έργο του βιζυηνού,
στο ίδιο πάντα σημείο:
«Είναι φονιάδες
των καρδιών, εμπαίχται της αγάπης».
Ράγισαν
όλοι οι καθρέφτες.
Δεν είχε τίποτα στο τέλος του δρόμου.
Τίποτα;
Δεν είναι αλήθεια, επέστρεψες στα εξάρχεια.
Θέλω να πω, όσα φοβήθηκες μικρή έγιναν η αγάπη.
Κάποιες στιγμές τους, κάποιες γωνιές τους, κάποιες πληγές
τους.
Τα απομεινάρια τους ήταν στο τέλος, η ζωή από την
εξαίρετη θέα των λυπημένων.
Από πολύ ψηλά δηλαδή.
Τόσο ψηλά χωρίς να παθαίνεις ίλιγγο.
Ήρεμα, πολύ ήρεμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου