Οδηγώ με το ποδήλατο μέχρι τον άλιμο, μια από αυτές τις μέρες που δεν τελειώνουν, και η μητρόπολη πάντα σου δείχνει έναν τρόπο να καλύπτεις τα κενά. Βρίσκομαι έξω από το α’ νεκροταφείο και θυμάμαι, όταν ήμουν μικρή που το σπίτι στο χωριό ήταν απέναντι από το νεκροταφείο και εγώ δεν είχα καταλάβει γιατί έπρεπε να φοβάμαι, αν και όλα τα παιδιά στο χωριό αναρωτιόντουσαν πώς μπορώ και κοιμάμαι τα βράδια στο σπίτι αυτό. Εγώ όμως το αγαπούσα το νεκροταφείο και πήγαινα συχνά να διαβάσω τις ιστορίες που δεν γράφτηκαν ποτέ γιατί τελείωσαν πιο νωρίς απ’ ό, τι θα ’πρεπε. Και έφτιαχνα ιστορίες γραμμένες από το τέλος που δεν της είπα ποτέ σε κανέναν, άπειρες ιστορίες, όσες και οι ώρες της παιδικής μου μοναξιάς. Θυμάμαι μόνο τους πρώτους τάφους που ήταν θαμμένα παιδιά, 4, 5, 6, 7, 8 χρονών.. ήταν από τότε παράλογο.
Μια περιοχή του α’ νεκροταφείου είναι αφιερωμένη σε προτεσταντικούς τάφους και μου φαίνεται πραγματικά πολύ όμορφη, αφιερώσεις για την αγάπη και την αφοσίωση στα αγγλικά, beloved.. grace.. lord.. οι στίχοι μου θυμίζουν μουσικές που αισθητικά απολαμβάνω και ελισαβετιανές μελωδίες, τα ονόματα είναι ξένα και μου ’ρχονται στο μυαλό όλη η αγγλική λογοτεχνία και η μεγαλοπρέπειά της, οι αδερφές μπροντέ, τα ανεμοδαρμένα ύψη και η τζέην έυρ, μορφές αέρινες, ανώδυνες, πλάσματα της φαντασίας μου, της μπερδεμένης για πολλά χρόνια με τη ζωή την ίδια. Ακούω κλασική μουσική στα ακουστικά, διασχίζω τους τάφους, τα λουλούδια, τα χορτάρια, τις επιγραφές, τα αγαλματίδια. Αφού έχω εξαντλήσει τη γοητευτική αυτή γωνιά, βγαίνω να συνεχίσω τον περίπατο στην υπόλοιπη ελληνορθόδοξη έκταση.
Είναι σκληρό και ηλίθιο να κρίνεις το θάνατο ιδεολογικά. Οπότε δεν το κάνω. Θα το κάνει, όμως , αυτός.
Όσο περπατάω ανάμεσα σε ονόματα ανατριχιαστικά γνώριμα και απειλητικά ιστορικά, σε καθημερινές μορφές που θυμίζουν ό, τι έχω συνηθίσει, η οικειότητα επιστρατεύει όλες τις άμυνες που με προστατεύουν, όσο και με απομακρύνουν από μια αλήθεια. Σε κάθε όνομα που κάτι θύμιζε σκεφτόμουν κάτι ειρωνικό, κάτι ανάλαφρο μόνο και μόνο για να με κάνω να χαχανίσω, για να καμουφλάρω τον τρόμο. Τώρα αλήθεια φοβάμαι το θάνατό μου. Ή, μάλλον, φοβάμαι για τη ζωή μου. Κάθε στιγμή που δεν είμαι δυνατή, ώστε να πω ‘εγώ είμαι αυτό’ και κάνω ό, τι θα με αφομοιώσει από το κυρίαρχο. Ό ,τι συμφέρει στην ψυχική μου οικονομία για την επιβίωση. Η οικειότητα, αυτός μπορεί και να είναι ο θάνατος ο ίδιος. Ο θάνατος που έχεις φοβηθεί, γιατί η ασφάλεια που σε κάνει να νιώθεις σου παίρνει τη ζωή, χωρίς να το πάρεις είδηση. Οι μικρόκοσμοι που σε παγιδέψαν, μόνο και μόνο γιατί η αρρενωπότητά τους υποσχόταν μεγαλύτερη προστασία από μια ζωή εκτεθειμένη στον κίνδυνο του ξένου. Ο θάνατος που φοβάσαι είναι για όλα όσα έχεις ζήσει, όχι για τα ψυχανεμίσματα της τζέην έυρ, αλλά για όλα όσα ήταν εδώ πριν από σένα, χωρίς να τα έχεις επιλέξει, απλά συνηθίζοντάς τα, όσο τραυματικά και αν ήταν, τόσο που να αναπαράγεις τα τραύματα είναι σχεδόν ανακουφιστικό, γιατί σε χαλαρώνουν μοτίβα οικειότητας.
Να φαντασιώνεσαι το ξένο είναι κάτι άλλο από το να δέχεσαι ισότιμα το διαφορετικό. Όπως το γκόθικ μπορεί να είναι η (ψυχική) άρνηση του θανάτου. Η άρνηση είναι η ψυχική άρνηση αυτού που αρνείσαι. Και μπορεί, ο τρόμος αυτός να στραφεί σε ό, τι δεν αντέχεις να γίνεις και γι’ αυτό γίνεσαι ό, τι έχεις μισήσει, επειδή αυτό έχεις συνηθίσει, επειδή αυτό δεν είναι αυτό που θα έπρεπε να έχεις γίνει για να ικανοποιείς τις πιο μύχιες ανάγκες και επιθυμίες σου. Θα το ξέρεις, όμως, πάντα και για όποιους σου το θυμίζουν θα νιώθεις με αγχογόνα ένταση, μίσος για αυτή την αλήθεια, που κρύβεις πίσω από τη σαγήνη των φαντασιώσεων. Μέχρι να σταματήσει να με τρομάζει ο θάνατος των ελληνορθόδοξων, μέχρι να σταματήσει να με σαγηνεύει η βικτωριανή νεραϊδοχώρα, δε θα χω γίνει αυτή που θέλω να είμαι.
πολύ ωραίο κείμενο, αντι-βιοπολιτικό που μου χες γραψει κ συ καποτε
ΑπάντησηΔιαγραφήxx
α.