Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2012

Giorgio Agamben, Απομεινάρια του Άουσβιτς, 1.9


Στα ελληνικά η λέξη είναι μάρτυρας. Οι πρώτοι πατέρες της Εκκλησίας επινόησαν τη λέξη μαρτύριο από το μάρτυρα για να δηλώσουν το θάνατο των καταδιωκόμενων χριστιανών, που έτσι έδιναν μαρτυρία για την πίστη τους. Ό, τι συνέβη στα στρατόπεδα δεν έχει πολλή σχέση με το μαρτύριο. Οι επιζώντες είναι ομόφωνοι σε σχέση με αυτό. ‘Με το να αποκαλούμε τα θύματα των Ναζί ‘μάρτυρες’, νοθεύουμε τη μοίρα τους. (Bettleheim, 1979: 92). Παρόλα αυτά, οι έννοιες της μαρτυρίας και του μαρτυρίου μπορεί να συνδεθούν με δύο τρόπους. Ο πρώτος αφορά τον ίδιο τον ελληνικό όρο, που προέρχεται όπως είναι από τη σημασία του ρήματος ‘να θυμάσαι’. Το λειτούργημα του επιζώντα είναι ‘να θυμάται’. Αυτός δεν μπορεί να μη θυμάται. ‘Οι αναμνήσεις του εγκλεισμού μου είναι πολύ περισσότερο ζωντανές και λεπτομερείς από οτιδήποτε άλλο πριν ή μετά (Levi 1997: 225). ‘Έχω ήδη μια οπτική και ακουστική μνήμη των εμπειριών εκεί που δεν μπορώ να εξηγήσω.. προτάσεις σε λέξεις που δεν ξέρω έχουν παραμείνει στη μνήμη μου σα μαγνητική ταινία. Τις επανέλαβα σε Πολωνούς και Ούγγρους και μου είπαν ότι έχουν νόημα αυτές οι προτάσεις. Για κάποιο λόγο που δεν μπορώ να εξηγήσω, κάτι ανώμαλο μου συνέβη, μια ασυνείδητη προετοιμασία να δώσω μαρτυρία (ό.π. 220).
            Το δεύτερο σημείο της σύνδεσης είναι ακόμα πιο προφανές, ακόμα πιο διδακτικό. Η μελέτη των πρώτων χριστιανικών κειμένων για το μαρτύριο- για παράδειγμα, ο Scorpiacus του Τερτύλλιου – αποκαλύπτει κάποια αναπάντεχα διδάγματα. Οι πατέρες της Εκκλησίας αντιμετωπίστηκαν από αιρετικές ομάδες που απέρριψαν το μαρτύριο γιατί, στα μάτια τους, καθιέρωσε έναν απολύτως άδοξο θάνατο (perirse sense causa). Τι νόημα θα μπορούσε να βρεθεί στο να δίνεις την πίστη σου ενώπιον των ανθρώπων - εισαγγελέων και εκτελεστών- που δε θα καταλάβαιναν τίποτα από αυτή την ανάληψη ευθύνης; Ο θεός δε θα επιθυμούσε κάτι χωρίς νόημα. ‘Πρέπει οι αθώοι να τα υπομένουν όλα αυτά;’ Μια και καλή ο χριστός θυσίασε τον εαυτό του για μας. Μια και καλή σκοτώθηκε προκειμένου να μη σκοτωθούμε εμείς. Αν ζητήσει να του επιστραφεί το ίδιο, είναι, ίσως, επειδή περιμένει κι εκείνος απαλλαγή στο θανατό μου; Ή θα έπρεπε ίσως να σκεφτεί κανείς ότι ο θεός απαιτεί το αίμα των ανθρώπων, ακόμα κι αν  αποστρέφεται αυτό των ζώων; Πώς θα μπορούσε ο θεός να επιθυμήσει το θάνατο κάποιου που δεν έχει αμαρτήσει; Το δόγμα του μαρτυρίου σε αυτή την περίπτωση δικαιολογεί το σκάνδαλο ενός θανάτου χωρίς νόημα, μιας εκτέλεσης που εμφανίζεται μόνο χωρίς σημασία. Αντιμέτωπος με το φάντασμα ενός θανάτου που ήταν προφανώς χωρίς αιτία, η αναφορά στο Ματθαίο και το Λουκά (‘όποιος με αναγνωρίσει μεταξύ των ανθρώπων, αυτόν θα αναγνωρίσω ενώπιον του πατρός μου που είναι στους ουρανούς, όποιος με αρνηθεί μεταξύ των ανθρώπων, αυτόν θα αρνηθώ ενώπιον του πατρός μου που είναι στους ουρανούς’) έκανε πιθανό να ερμηνευτεί το μαρτύριο ως θεϊκή εντολή και, έτσι, να βρει κανείς έναν λόγο για το παράλογο.
            Αλλά αυτό έχει άμεση σχέση με τα στρατόπεδα. Γιατί αυτό που συμβαίνει στα στρατόπεδα είναι η εξόντωση για την οποία είναι πιθανό να βρεις προηγούμενα, αλλά που οι μορφές της την κάνει απολύτως ανούσια. Οι επιζώντες επίσης συμφωνούν σε αυτό. ‘Ακόμα και για μας, ό, τι είχαμε να πούμε έμοιαζε να βρίσκεται πέρα από κάθε φαντασία’ (Antelme, 1992: 3).  ‘Όλες οι απόπειρες για αποσαφήνιση, αποτύγχαναν γελοιωδώς’ (Amery 1980: vii). ‘Είμαι ενοχλημένος από τις απόπειρες κάποιων θρησκευτικών εξτρεμιστών να ερμηνεύσουν την εξόντωση σύμφωνα με τον τρόπο των προφητών: ως τιμωρία για τις αμαρτίες μας. Όχι! Δεν το δέχομαι αυτό. Αυτό που είναι τρομακτικό είναι ότι ήταν δίχως νόημα…’ (Levi 1997: 219).
            Ο ατυχής όρος ‘ολοκαύτωμα’ (συνήθως με κεφαλαίο Ο) προκύπτει από αυτό το ασυνείδητο αίτημα να δικαιολογήσουν έναν θάνατο που είναι χωρίς αιτία- να δώσουν ξανά νόημα σε ό, τι ήταν ακατανόητο. ‘Θα σας παρακαλέσω να με συγχωρέσετε. Χρησιμοποιώ τον όρο Ολοκαύτωμα απρόθυμα, γιατί δε μ’ αρέσει. Αλλά, τον χρησιμοποιώ για να γίνω κατανοητός. Φιλολογικά, είναι ένα λάθος…’(ό.π: 243). ‘Είναι ένας όρος που όταν προέκυψε αρχικά, μου προκάλεσε μεγάλο μπελά. Μετά έμαθα ότι τον είχε επινοήσει ο ίδιος ο Wiesel, στη συνέχεια μετάνιωσε γι’ αυτόν και ήθελε να τον πάρει πίσω’ (ό.π.: 219). 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου