Σήμερα, στο πάρκο, είδα ένα χτυπημένο περιστέρι. Δεν ήξερα τι κάνει κανείς με τα χτυπημένα περιστέρια. Το κοιτούσα πολλή ώρα μέχρι να σκεφτώ μια λύση. Ήρθε δίπλα μου μια κοπέλα και μου είπε να το πάρω σε μια κούτα στο σπίτι μου, μέχρι να θεραπευτεί το πόδι του που κουτσαίνει. ‘Αν μένεις εδώ κοντά, να το πάρεις’, μου είπε, ‘διαφορετικά θα το φάει καμιά γάτα’. Ψάχναμε μαζί για κούτα και άρχισε να μου μιλάει για τα ζώα της. Έχει πέντε γάτες και άλλα τόσα σκυλιά, σε ένα σπίτι στο βουνό. Μου αρέσουν οι ιστορίες για ζώα σε σπίτια του βουνού. Όπως και οι συζητήσεις με ξένους, στη μέση ενός αστικού πάρκου, μιας λυπημένης μέρας, κι εκείνο το ‘πάντα εμπιστευόμουν την καλοσύνη των ξένων’ της μπλανς ακουγόταν πάντα σα να υπάρχει ελπίδα στη μοναξιά. Σα να μην είχα άδικο που αγάπησα την πόλη, όσο και να μου αρέσουν οι ιστορίες από τα βουνά. Η κοπέλα σκέφτηκε να βάλει το σκύλο μου να πλησιάσει το περιστέρι για να δούμε αν θα καταφέρει να φύγει. Πέταξε, πράγματι, κι εμείς κοιταχτήκαμε όλο χαρά. Στο τέλος, μου λέει ‘Μπορεί αυτοί εκεί πίσω σου να τα χτυπάνε για να τα τρώνε. Το κάνουν και αυτό.’ Γύρισα και είδα πίσω μου δυο μετανάστες.
Καταραμένη Μπλανς, ποιος είναι τώρα ο ξένος και με ποιον να μιλώ;
Το περιστέρι κατάφερε να πετάξει. Κι εγώ θυμήθηκα το τελευταίο βιβλίο του αγαπημένου μου συγγραφέα. Έγραφε για την υπέροχα ξεπουλημένη γενιά των παλιών αριστερών. Το βιβλίο το λένε σα σπασμένα φτερά.
Είδα το κενό μέσα μου να χάσκει, έσυρα τα πόδια μου στο σπίτι.
Σπασμένα φτερά.
Πόσες γέφυρες ακόμα να κάψω για να μην καίγομαι;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου