Παρασκευή 15 Ιουνίου 2012

Το πρώτο μου queer straight pride




Το πρώτο μου queer straight pride


Όταν ήμουνα μικρή έβλεπα και ξανάβλεπα τις φωτογραφίες από τα ταξίδια του μπαμπά. Ο μπαμπάς είχε πάει σε όλο τον κόσμο. Ήταν ναυτικός από 15 χρονών. Ο μπαμπάς στην Ιαπωνία, στην Αμερική, στο Γιβραλτάρ, από δω από κει, ο μπαμπάς με διάφορους ανθρώπους που φοράνε ρούχα εξωτικά και περίεργα. Κι εγώ φαντασιωνόμουν ότι όταν θα μεγάλωνα θα πήγαινα κι εγώ σε όλο τον κόσμο σα το μπαμπά. Αυτός ποτέ δε μίλαγε. Αυτά τα ταξίδια ήταν σα να μην έγιναν ποτέ. Μόνο εικόνες. Κι εγώ να συμπληρώνω, όπως πάντα. Να οργιάζει η φαντασία. Να παίρνουν οι μορφές περιεχόμενα. Γιατί κι ο μπαμπάς όλο έλειπε. Μια απουσία ήταν, τον καταλάβαινες μόνο από τις πράξεις του. Συνήθως, από τις συνέπειές τους πάνω μας. Η παιδική ηλικία πρέπει να είναι πολύ σκληρό και βίαιο πράμα. Είναι όλα τρομακτικά καινούρια. Να τη ζεις με τη συντροφιά της φαντασίωσης μιας απουσίας πρέπει να είναι η αφετηρία της οικειοποίησης μιας κοινωνικής θέσης θυματοποίησης. Να μαθαίνεις να ερωτεύεσαι τη συναισθηματική στέρηση. Να χεις μπερδευτεί. Γιατί ο μπαμπάς ήταν τόσο γοητευτικός που έκανε όλα αυτά τα μεγάλα πράματα.

Ο μπαμπάς έκανε ταξίδια μακρινά. Κι όμως δεν πήγε πουθενά. Αφού ήθελε να βγάλει λεφτά ο άνθρωπος και να γυρίσει στις ασφάλειές του. Και μετά, πώς να καταλάβει με τόσο ανώδυνη εναλλαγή τόπων τι σήμαινε για μένα να φύγει στα καλά καθούμενα; Τι σήμαινε να ρισκάρει και να υποστώ εγώ τον αντίκτυπο των επιλογών του, χωρίς να με έχει συμπεριλάβει σε αυτές; Τι σήμαινε να συνηθίζω σε αυτή τη θέση, να κάνω διπλή δουλειά για τον άλλον, να διατηρώ πάντα την ισορροπία της σχέσης, να προσαρμόζομαι πάντα στις ανάγκες και τα συναισθήματα του άλλου;

Κι εγώ που όλο έφευγα, πού πήγαινα άραγε; Έψαχνα χαμένη, ολομόναχη, σε αίθουσες με καθρέφτες, τόσο κενούς που πίσω τους δεν έβρισκα τίποτα, σε λαβυρίνθους που για την έξοδό από αυτούς δεν είχα καμιά εγγύηση, αναζητώντας να επαναλάβω αυτές τις εικόνες από τα ταξίδια του μπαμπά, για να βρω ότι στο τέλος του δρόμου δεν υπήρχε τίποτα, δεν είχε τέλος ο δρόμος αυτός, η πραγματικότητα ήταν ότι δεν πήγε πουθενά, στο τέλος του δρόμου υπήρχε ένα κενό, το τραύμα της μοναξιάς μου κι εγώ αναζητώντας αυτόν βρήκα τον εαυτό μου. Ακολουθώντας τους μεγαλύτερους φόβους μου, αποσύρθηκα στη μοναξιά της αναμονής για μια άλλη επικοινωνία. Και τώρα έφτασα εκεί που ήμουν από πάντα. Ψάχνοντας αυτό που νόμιζα ότι μου έλειπε, βρήκα αυτό που επιθυμώ. Αναβιώνοντας όλο αυτόν τον πόνο που δεν είχα εμπεδώσει ότι δεν μου έκανε καλό. Στο τέλος, έχοντας χάσει τα πάντα, κάθε αυταπάτη, εκτός από αυτό που φοβόσουν μπαμπά. Ότι θα μάθω την αλήθεια, ότι θα τα καταλάβω όλα και θα σε αφήσω μόνο σου. Ότι θα σταματήσω να θαυμάζω αυτόν που ήταν πάντα τόσο μακριά όχι για να βρει την μεγάλη αλήθεια, αλλά για να αποφύγει τη δική του μικρή αλήθεια. Κι αν βλέπω τώρα τη θλίψη στα μάτια σου και νιώθω τον πόνο σου, είναι γιατί εγώ δεν άργησα τόσο να πονέσω. Γι’ αυτό δεν μπερδεύω πια τη δύναμη με την εξουσία. Δε θα σου θυμώσω. Θα ξαναφτιάξω την ιστορία μου από την αρχή. Αλλάζοντας τα νοήματα στις εικόνες που αγάπησα. Μου αρκεί που δε με καυλώνει πια το τεράστιο εγώ σου. Ο άγγελος του σπιτιού. Που αν δεν τον σκότωνα εγώ, θα σκότωνε αυτός εμένα.